Έλλη Λαμπέτη





















Το Κορίτσι με τα Μαύρα

Ήταν η θεατρική μαθήτρια της Μαρίκας Κοτοπούλη που μάγεψε από σκηνής με την υποκριτική της από απλούς ανθρώπους μέχρι νομπελίστες ποιητές και πρωθυπουργούς.

Η κινηματογραφική μούσα του Μιχάλη Κακογιάννη που εξυμνήθηκε όσο καμία άλλη ελληνίδα ηθοποιός από τους κριτικούς των διασημότερων βρετανικών εντύπων.

Παρομοιάστηκε με τη Σάρα Μπερνάρ με την εμφάνισή της στο θεατρικό σανίδι και συγκρίθηκε με την Άννα Μανιάνι και την Γκρέτα Γκάρμπο για τις ερμηνείες της στη μεγάλη οθόνη.

Πρωταγωνίστησε στην κορυφαία κατά πολλούς ελληνική ταινία όλων των εποχών, την «Κάλπικη Λίρα» του Γιώργου Τζαβέλλα, και στη μοναδική που κατάφερε να ξανακερδίσει μετά τη «Στέλλα» τη Χρυσή Σφαίρα Καλύτερης Ξενόγλωσσης, το «Κορίτσι με τα Μαύρα» του Μιχάλη Κακογιάννη. Για την ερμηνεία της μάλιστα στο «Τελευταίο Ψέμα» του ίδιου σκηνοθέτη, ήταν υποψήφια για το βραβείο της Βρετανικής Ακαδημίας Τεχνών Κινηματογράφου και Τηλεόρασης.

Στην Ελλάδα ήταν η πρώτη τιμώμενη με το Έπαθλο Κοτοπούλη, ενώ μοιράστηκε με την Αλίκη Βουγιουκλάκη και τη Μελίνα Μερκούρη το Αριστείο Κινηματογραφικής Αξίας για την προσφορά της στην έβδομη τέχνη την περίοδο 1955-1961.

Ο μύθος της Λαμπέτη, όμως, δεν οφείλεται στα βραβεία ή τα ρεκόρ εισιτηρίων. Ούτε στους μεγάλους θεατρικούς ρόλους – δεν έπαιξε ποτέ έναν κύριο σαιξπηρικό, δεν πρωταγωνίστησε ποτέ σε αρχαία τραγωδία. Ο βασικότερος αν όχι ο μοναδικός συντελεστής που τον τροφοδοτεί είναι ένας: Το ΤΑΛΕΝΤΟ. Το υποκριτικό της ταλέντο. Ένα ταλέντο που δεν έχει ξαναγεννηθεί ποτέ σ’ αυτόν τον τόπο, γι’ αυτό και μυθοποιήθηκε στη συνείδηση του θεατρόφιλου κοινού.

Έτσι που για τους θαυμαστές της να είναι σαν να υποδύθηκε και τους κλασικούς και τραγικούς ρόλους. Σαν να έπαιξε την Ιουλιέτα του Σαίξπηρ και την Αντιγόνη του Σοφοκλή. Γιατί δεν μπορεί κανείς να φανταστεί καλύτερη απόδοσή τους στο θεατρικό σανίδι από καμία άλλη ελληνίδα ηθοποιό...

«Γεννημένη Ιουλιέτα» τη χαρακτήρισε άλλωστε η δασκάλα της, Μαρίκα Κοτοπούλη, από την οποία πήρε το χρίσμα και έγινε πρωταγωνίστρια. Πέρασε από το κατώφλι του θεάτρου Τέχνης και έπαιξε με τον Κάρολο Κουν σε σπουδαία έργα του διεθνούς ρεπερτορίου. Γνώρισε τεράστια εισπρακτική επιτυχία δίπλα στον Κώστα Μουσούρη. Δημιούργησε το μυθικό ντουέτο της με τον Δημήτρη Χορν που σημάδεψε την ιστορία του Ελληνικού Θεάτρου. Κατάφερε ακόμα και μόνη της στη σκηνή να αιχμαλωτίσει το κοινό με τα μονόπρακτά της. Σκηνοθετήθηκε από διάσημους σκηνοθέτες στο σανίδι, αλλά σκηνοθέτησε και η ίδια τον εαυτό της χωρίς να χάσει τίποτα από τη μαγεία της. Έγινε μια αξιαγάπητη Πεγκ, μια αλησμόνητη Μπλανς, μια τρισχαριτωμένη Πέπσυ που έσπασε ταμεία· μια γλυκιά Ίρμα, μια νευρώδης Δεσποινίς Μαργαρίτα, μια βουβή αλλά συγκλονιστική Σάρα…

Πόσο μ’ επηρέαζαν ορισμένοι ρόλοι!
Όλες αυτές οι γυναίκες που μπήκα στο πετσί τους, στην ψυχή τους…

Επί της ουσίας, αν εξαιρεθούν οι κακοί χαρακτήρες και οι ρόλοι της μοιραίας γυναίκας (που ενσάρκωσε ιδανικά η “αντίπαλος” Μελίνα), κάθε άλλος θα μπορούσε να υποταχθεί στο ταλέντο της, αν δεν έμοιαζε να είχε γραφεί και για εκείνη. «Οι ρόλοι, οι χαρακτήρες έχουν ενσαρκωθεί στο σώμα της. Τα πλάσματα της φαντασίας υποδύονται, υποκρίνονται τη Λαμπέτη» σημείωνε χαρακτηριστικά ο κριτικός θεάτρου Κώστας Γεωργουσόπουλος.

Όπως και να χαρακτηριζόταν, δραματική ενζενί ή κομεντιέν, σίγουρα ήταν μία ηθοποιός με σπάνια ερμηνευτική γκάμα. Κατείχε ακόμα και την πρωτιά στα μιούζικαλ, πρωταγωνιστώντας στο πρώτο αυθεντικό ξένης προέλευσης που ανέβηκε στην Ελλάδα, τη «Γλυκιά Ίρμα». Κι αν τα μπουλβάρ ήταν αναμφίβολα ο πυρήνας του δραματολογίου της, εκείνη τα απέδιδε στο κοινό σαν μεγάλα έργα. «Είχε το χάρισμα να κάνει σημαντικά τα ασήμαντα» είχε πει σχετικά σε μια από τις πιο ευφυείς ατάκες του ο συμπρωταγωνιστής της Δημήτρης Χορν.

«Ποτέ δεν θα μάθουμε τι έχασε το θέατρό μας απ’ το ότι δεν έπαιξε η Λαμπέτη αρχαία τραγωδία» είχε πει κάποια στιγμή ο Γιάννης Τσαρούχης. Μήπως όμως δεν ήταν κι αυτό ένα παιχνίδι της μοίρας; Η ζωή της έμοιαζε με σενάριο της. Έζησε επτά θανάτους από το οικογενειακό της περιβάλλον μέσα σε δέκα χρόνια. Η ίδια αρρώστησε από διάφορες ασθένειες και στον καρκίνο της ήρθε αντιμέτωπη με μία σπάνια μετάσταση από τον μαστό στις φωνητικές χορδές, με αποτέλεσμα να χάσει τη φωνή της. Της πήραν ένα παιδί που αγάπησε σαν να ήταν δικό της και πληγώθηκε από έναν νεότερο άντρα στον τοξικό έρωτα τού οποίου πίστεψε…

«Θα έλεγε κανείς πως όλα τα δεινά που τη βρήκαν, και οι αρρώστιες και οι θάνατοι και η σκανδαλοθηρική κάποιες φορές δημοσιότητα, δεν ήταν παρά το μαρτύριο πριν από την αγιοσύνη» έλεγε ένας παλιός παιδικός της φίλος. «Έτσι γινόταν πάντα με εμένα – τραβούσα πάντα τον πρώτο αριθμό του λαχείου» αυτοσαρκαζόταν η ίδια για τις ατυχίες της...

Εγώ δεν ήμουν άξια στη ζωή μου για τίποτα παρά για ένα μόνο: το θέατρο…


ΘΕΑΤΡΟ
Η αρχή...

Ο θείος της και ηθοποιός Τάσος Σταμάτης τής αλλάζει το επώνυμο από «Λούκου» σε «Λαμπέτη», ένα όνομα που βρίσκει στο ποίημα «Αστραπόγιαννος» του Βαλαωρίτη που συνήθιζε ν’ απαγγέλει. Η βαπτισμένη πλέον «Λαμπέτη» δίνει εξετάσεις στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θέατρου, αλλά απορρίπτεται. Με τη μεσολάβηση του Σπύρου Μελά γίνεται τελικά δεκτή στη σχολή της Μαρίκας Κοτοπούλη (η οποία επίσης αρχικά την είχε απορρίψει). Αλλά ως μαθήτρια δεν τελειώνει ποτέ ούτε αυτή. Ο λόγος; Από την πρώτη κιόλας χρονιά παίζει με τη θεατρική της δασκάλα. Ένας ασυγκράτητος πίδακας νερού που έπρεπε να ξεχυθεί στο σανίδι…

Από έξι χρονών ήξερα πως θα γίνω ηθοποιός...

«Μόλις πρόφτασε ν’ αρχίσει να ζει και αμέσως την παρέλαβε η καλλιτεχνική φήμη. Δεν πρόφτασε να βγει από τη δραματική σχολή της κυρίας Μαρίκας Κοτοπούλη –είχα την ευτυχία να είναι και δική μου μαθήτρια– και σήμερα πρωταγωνιστεί σ’ ένα έργο σαν τη “Χάνελε” του Χάουπτμαν! Μιλώ για τη Λαμπέτη, για το λαμπετάκι, αν μου επιτρέπετε –γιατί δεν μπορεί κανείς για το κορίτσι αυτό, που βρίσκεται πάνω στο πρώτο λουλούδισμα της νιότης του να μιλάει αλλιώς, παρά όπως μιλάμε για ένα παιδί–, που κάθε βράδυ τη χειροκροτεί στο “Ρεξ” μια γεμάτη και ζεστή αίθουσα. Νομίζει κανείς ότι το ονειρόδραμα του γερμανού δραματικού έχει γραφεί γι’ αυτόν. Τουλάχιστον εδώ στην Ελλάδα δύσκολα θα μπορούσε να βρεθεί ένα δεύτερο πλάσμα, να ενσαρκώσει αυτό το αέρινο, πάναγνο, ευγενικό και δυστυχισμένο πρόσωπο που συνέλαβε μεταξύ πραγματικότητας και ονείρου ο ποιητής. Η Λαμπέτη έχει το παρθενικό ύφος και ήθος που απαιτεί ο δυσκολότατος και παθητικός αυτός ρόλος». Αυτά γράφει ο Σπύρος Μελάς για τη μαθήτριά του και την ερμηνεία της στον πρώτο της πρωταγωνιστικό ρόλο. «Ήρθαν στιγμές που δημιούργησε τόσο έντονη σκηνική παραίσθηση, ώστε, αν δεν ήταν να μαρτυρεί το νεαρό της ηλικίας, θα νόμιζε κανείς ότι έχει να κάνει με ηθοποιό μεγάλης πείρας του σανιδιού» συμπληρώνει στο χρονογράφημα που αφιερώνει σ’ εκείνη και τιτλοφορεί «Το Λαμπετάκι». Οι περισσότεροι κριτικοί κινούνται στο ίδιο μήκος κύματος…

«Έπαιξε το μέρος της Χάνελε με ζωηρή θέρμη και με γοητευτικότατη απαλότητα, αρμονικότατα. Από την πρώτη της εμφάνιση έδωσε την εντύπωση ότι είναι εντελώς κυρία της σκηνής κι ότι έχει πολύ ξεχωριστή καλλιτεχνική ιδιοσυγκρασία. Ανάμεσα στις αρκετές νέες ηθοποιούς που εμφανίστηκαν φέτος σκορπίζοντας πλούσιες υποσχέσεις, καταλαμβάνει μια πρώτη θέση» γράφει ο Άλκης Θρύλος στη «Νέα Εστία». «Ένα καλλιτεχνικό άνθος […] ξεπετάχτηκε από τη χτεσινή παράσταση και γοήτευσε και συνάρπασε όλον τον κόσμο», ο Μιχαήλ Ροδάς στο «Βήμα».

Αν η Μαρίκα Κοτοπούλη είναι εκείνη που διαγιγνώσκει με το θεατρικό της ένστικτο το τεράστιο ταλέντο της Λαμπέτη, ο Κάρολος Κουν ως σκηνοθέτης το αξιοποιεί σε πιο απαιτητικά έργα, όπως τον «Γυάλινο Κόσμο» του Ουίλιαμς, τον «Ματωμένο Γάμο» του Λόρκα και την «Αντιγόνη» του Ανουίγ. Ο Κώστας Μουσούρης ως θιασάρχης τής δίνει την ευκαιρία να το εκθέσει στο πλατύ κοινό. Και ο Μάριος Πλωρίτης ως θεατρικός της μέντορας την καθοδηγεί, άλλοτε επιλέγοντας, άλλοτε μεταφράζοντας και άλλοτε σκηνοθετώντας τα θεατρικά έργα.

Το 1949 η Λαμπέτη ενσαρκώνει την «Κληρονόμο» του Ρουθ-Αυγούστου Γκετς. «Η δεσποινίς Λαμπέτη βρήκε την ευκαιρία να αποδείξει την υψηλή και αγνή ποιότητα του ταλέντου της. Έγινε πολύ σύντομα μεγάλη ηθοποιός» γράφει ο Μ. Καραγάτσης στη «Βραδυνή». «Ο χαρακτήρας της ηρωίδας έχει διαγραφεί καλά, με διακυμάνσεις λεπτότατες και σταθερό χέρι. Η δεσποινίς Λαμπέτη, που την ενσάρκωσε, σημείωσε έναν αληθινό, δικαιολογημένο θρίαμβο. Έχει την ευαισθησία και την εσωτερική ειλικρίνεια που απαιτούσε ο ρόλος» παρατηρεί ο Άγγελος Τερζάκης στο «Βήμα». «Η δεσποινίς Λαμπέτη ήταν με μια λέξη αξιοθαύμαστη. Οι ψυχικές της μεταπτώσεις προκαλούσαν το δραματικό δέος» υπογραμμίζει ο Άγγελος Δόξας στην εφημερίδα «Εμπρός».

Το 1950 το έργο «Πεγκ, Καρδούλα μου» του Τζον Χάρτλυ Μάννερς γνωρίζει τεράστια επιτυχία με εκείνη στον ομώνυμο ρόλο. Σχεδόν 100 χιλιάδες θεατές παρακολουθούν τις 242 παραστάσεις του. «Αμφιβάλλω αν τον καιρό που κυοφορούσε στη φαντασία του ο συγγραφέας την ηρωίδα του της είχε δώσει τελειότερη, ιδεωδέστερη έκφραση από αυτή που τη δίνει στη σκηνή η κυρία Λαμπέτη» γράφει ο Στάθης Σπηλιωτόπουλος στην «Ακρόπολη». «Δημιούργησε έναν ρόλο που θα μείνει αλησμόνητος. Ήταν από τις εμφανίσεις που δεν σηκώνουν κριτική», ο Κλέων Παράσχος στον «Εθνικό Κήρυκα».

Το 1964 πρωταγωνιστεί στην κωμωδία «Ξυπόλυτοι στο Πάρκο» του Νιλ Σάιμον. «Πηγαίνετε να δείτε τη Λαμπέτη!». Έτσι ξεκινάει την κριτική του ο Αιμίλιος Χουρμούζιος. «Αυτό το τίποτα το έκανε ένα μικρό θαύμα. Τώρα καταλαβαίνω γιατί την ήθελε αυτήν την “Ξυπόλυτη στο Πάρκο” η Λίλυ Πάρκερ των Διονυσίων. Ήξερε πως μπορούσε να δείξει για τι είναι ικανή η Έλλη Λαμπέτη. Μια σκηνική νεότητα με την εκθαμβωτική μαρμαρυγή του ταλάντου, δροσιά αυγινή, τερέτισμα φωνής και σπίθισμα ματιού, κομψή τσαχπινιά, μια ζωντανή φλόγα που σκιρτάει μέσα σε μια απίθανη σοφίτα κάτω από έναν χιονισμένο φεγγίτη» γράφει χαρακτηριστικά στην «Καθημερινή». «Η Έλλη Λαμπέτη είναι αυτό ακριβώς που περιμένει κάποιος από την ποίηση» παρατηρεί η Κωστούλα Μητροπούλου στην «Ημέρα». «Αυτή η αισθητική “συγκίνηση”, η λεπτή και εύθραυστη “έκπληξη”, αυτό το “κάτι” που όταν το περιέχει η παρουσία του ηθοποιού στη σκηνή, τότε η σκηνή είναι γεμάτη πάντα, είναι ένας κόσμος που λάμπει. Αυτή η “λάμψη”, η αίγλη της παρουσίας της Έλλης Λαμπέτη, δεν χρειάζεται “έργο” για να εκδηλωθεί· δεν έχει σημασία “τι είναι” αυτό που παίζει, φτάνει που το παίζει η Λαμπέτη. Είναι από μόνη της μια θεατρική παρουσία· μόνο με την κίνηση, με την έκφραση, με τον τρόπο που περνάει απ’ τη μια κατάσταση στην άλλη, το “ύφος” της όταν περπατάει, όταν μπλέκεται ανάμεσα στους άλλους, όταν τους ακούει. Τι σημασία έχει που ο Σάιμον έδωσε μόνο αυτές τις δεδομένες αποχρώσεις στην ηρωίδα του; Η Λαμπέτη τις έκανε ρευστές και ευμετάβλητες, εύκαμπτες και εύπλαστες, με την παρουσία της και μόνο» προσθέτει. «Η Λαμπέτη σε κρατάει καθηλωμένο στη θέση σου επί δύο ολόκληρες ώρες και εύχεσαι να μην τελειώσουν οι αγάπες και οι καβγάδες της με τον νεοσύλλεκτο άντρα της (σ.σ.: τον υποδυόταν ο Κώστας Καρράς)» γράφει ο Γιάννης Κοκκινάκης στην «Ακρόπολη». «Τι χαριτωμένο, τι έξυπνο, τι απλό, τι φίνο το παίξιμό της! Παιδιάστικο και σοβαροφανές, κωμικό και δραματικό στη μεγαλοποίηση ασήμαντων γεγονότων και στην παρεξήγηση ορισμένων φράσεων και αθώου πείσματος. Είναι ευλογία Θεού το απέραντο τάλαντο της Λαμπέτη. Το ξαναβρίσκουμε και το τιμάμε πάλι» καταλήγει.

Τι τεράστια τύχη είναι να είσαι ηθοποιός!
Πόσο μορφώνεσαι, αλλά με την έννοια του συναισθήματος.
Πόσο δηλαδή καλλιεργείς το συναίσθημά σου
και τι ευκαιρίες έχεις να τρυπώνεις βαθιά στις ζωές των άλλων ανθρώπων!




ΛΕΩΦΟΡΕΙΟΝ Ο ΠΟΘΟΣ
«Μαγεία! Αυτό προσπαθώ να δώσω στους άλλους…»

Το 1965 παίζει τον κορυφαίο ίσως ρόλο της θεατρικής της καριέρας. Την Μπλανς Ντιμπούα πρωταγωνιστώντας στο «Λεωφορείον ο Πόθος» του Τένεσι Ουίλιαμς. «Επιτέλους! Ύστερα από αρκετές "κρουαζιέρες" στα αβαθή νερά των τερπνών χαριτολογημάτων, η Έλλη Λαμπέτη ανοίχτηκε ξανά στη μεγάλη θάλασσα, που της δίνει την ευκαιρία να δείξει όλη την έκταση, το βάθος και την αντοχή του ποντοπόρου ταλέντου της. Όσο κι αν χαιρόμαστε τη λεπτότητα, τη χάρη, την ευρηματολογία, τη σπιρτάδα που σκορπούσε απλόχερα σε τόσα και τόσα εύθυμα “εργάκια”, προσδοκούσαμε πάντα το έργο και τον ρόλο που θα ήταν ευθέως (και όχι αντιστρόφως) ανάλογος με τις τόσο πλούσιες και πολύμορφες δυνατότητές της. Της τα πρόσφερε και τα δύο ο Τένεσι Ουίλιαμς με το “Λεωφορείο” του» γράφει ο Μάριος Πλωρίτης στην «Ελευθερία». «Αυτήν την τραγική ελεεινή μορφή έστησε η Έλλη Λαμπέτη με μοναδική ευγλωττία στη σκηνή των Διονυσίων. Από την πρώτη εμφάνισή της ως τη στερνή, οικτρή έξοδό της, ήταν η Μπλανς Ντιμπουά ως την τελευταία ίνα της, με απόλυτη συνέπεια, διείσδυση, ένταση» υπογραμμίζει. «Στην τραγικοκωμωδία αυτή που παίζει η Μπλανς, η Έλλη Λαμπέτη έδωσε άπειρες αποχρώσεις, λεπτότατους κυματισμούς, νευρική δόνηση, οδυνηρότατο πάθος. Κι οι στιγμές όπου πέφτει η μάσκα για να φανεί το πρόσωπο, οι στιγμές όπου η απελπισία οδηγεί στην εξομολόγηση, οι στιγμές όπου η αγωνία φτάνει στην υστερική απόγνωση, προκάλεσαν με την οξύτητα και τον σπαραγμό τους το πιο γνήσιο δέος και έλεος στον θεατή. Το δίχως άλλο, η Μπλανς της Έλλης Λαμπέτη είναι μια κορυφή στην ιστορία όχι μόνο της ίδιας αλλά και του Θεάτρου μας» καταλήγει.

Όλοι οι κριτικοί υποδέχονται με διθυράμβους την ερμηνεία της στον ρόλο της ζωής της. «Σ’ αυτήν την ιδιότυπη θεατρική μορφή έδωσε προχτές αίμα και νεύρα η κυρία Έλλη Λαμπέτη. Η ερμηνεία της είχε έξαρση και παλμό. Είχε μια περίσσεια εκφραστικών μέσων και συναισθηματικών αποχρώσεων που συγκλόνισε το κοινό της πλατείας, το οποίο κυριολεκτικά την αποθέωσε. Με δύο λόγια, η κυρία Έλλη Λαμπέτη δεν έπαιξε προχτές έναν ρόλο. Βίωσε το δράμα της Μπλανς Ντιμπουά» παρατηρεί ο Λέων Κουκούλας στην «Αθηναϊκή».

Ορισμένοι, μάλιστα, προχωρούν και στη σύγκρισή της με τις προηγούμενες Μπλανς. «Δεν νομίζω να υπάρχει μεγαλύτερο επίτευγμα για έναν ηθοποιό από το να αναδημιουργεί έναν θεατρικό μύθο, από το να επιβάλλει στον θεατή τη δική του σκηνική παρουσία με αποκλειστικότητα αφανιστική των προηγούμενων επιδόσεων» γράφει ο Αιμίλιος Χουρμούζιος στην «Καθημερινή». «Η Λαμπέτη με την καθαρά προσωπική της δημιουργία, με την αποφυγή κάθε μιμήσεως των προηγηθέντων λαμπρών προτύπων, με την τολμηρή, εντελώς δική της, ερμηνεία, διέδραμε και τερμάτισε τον υποκριτικό της, γεμάτο παγίδες και εμπόδια, μαραθώνιό της, αποσπώντας το άκρον άωτον της κριτικής επιδοκιμασίας που εκφράζεται με το επίθετο “συγκλονιστική”» υπογραμμίζει ο Γιάννης Κοκκινάκης στην «Ακρόπολη». «Ευγνωμονεί κάνεις τη Λαμπέτη για την υψηλή τέχνη με την οποία έντυσε έναν ηράκλειο ρόλο σαν της Μπλανς Ντιμπουά, που υπερβαίνει σε έκταση, σε αποχρώσεις, σε χρόνο, σε υποκριτικές απαιτήσεις κάθε άλλο γυναικείο ρόλο του σύγχρονου θεάτρου. Μέσα στις τρεις πράξεις του “Λεωφορείου” πουθενά κάμψη, πουθενά χαλάρωση, πουθενά κόπωση, πουθενά αφαίρεση. Σε μια θαυμαστή ένταση, σε μια ανταποκρινόμενη στη θέληση του Ουίλιαμς νευρωτική υπερδιέγερση, φωνή, κίνηση, μορφασμοί, χειρονομίες από την πρώτη είσοδό της στη σκηνή ως την αποχώρησή της για το φρενοκομείο, η Λαμπέτη υπογραμμίζει και ενισχύει την πεποίθηση ότι είναι μια αληθινά μεγάλη, πολύ μεγάλη ηθοποιός. Μια ηθοποιός που αντέχει σε σύγκριση με οποιαδήποτε άλλη μεγάλη ηθοποιό διεθνούς ακτινοβολίας» καταλήγει.

Ακόμα και ο νομπελίστας ποιητής Γιώργος Σεφέρης, που παρακολουθεί την παράσταση «Λεωφορείον ο Πόθος», μαγεύεται από την πρωταγωνίστρια και της στέλνει επιστολή για να τη συγχαρεί....

Αγαπητή κυρία Λαμπέτη,

Είναι μέρες που έχω στο νου μου να σας γράψω δυο γραμμές για τη βραδιά που μας χαρίσατε τις προάλλες. Δεν ήταν μόνο η χαρά που είδα τη λαμπρή καλλιτέχνιδα του θεάτρου, που από καιρό προσέχω ξεχωριστά, αλλά αυτό το ξεχείλισμα της αγάπης που μπορέσατε να μεταδώσετε όχι μόνο σ’ εμένα αλλά σ’ ολόκληρη την αίθουσα καθώς είχα την εντύπωση εκείνο το βράδυ – την αγάπη που χωρίς αυτή πεθαίνουμε από ασφυξία.

Σας ευχαριστώ που επιτύχατε να το θυμίσετε αυτό.

Γιώργος Σεφέρης

Όταν θα πεθάνω, τι σημασία θα έχει αν έζησα ευτυχέστερη;
Αν όμως έχω παίξει, σκέφτομαι, την Μπλανς Ντιμπουά
θα έχω κάνει κάτι, θα έχω επηρεάσει κάποιον…



ΘΕΑΤΡΟ
Το φινάλε...

Το 1975 κάνει ένα αλησμόνητο one woman show. Παίζει μόνη της στη σκηνή επί σχεδόν δύο συνεχόμενες ώρες τη «Δεσποινίς Μαργαρίτα» του Ρομπέρτο Ατάυντε. Κοινό και κριτικοί την αποθεώνουν. «Είναι απόλαυση στον εναρκτήριο λόγο της. Παίζει με δύο πρόσωπα, της παιδείας και της βίας, που τα συνθέτει θαυμάσια στον ρόλο της δασκάλας» γράφει ο Στάθης Δρομάζος στην «Καθημερινή». «Στο ξεσκέπασμα του κομφορμισμού παρουσιάζεται μ’ ένα χιούμορ, στο οποίο γρήγορα θα καταλάβετε ότι επιφυλάσσει τη σκληρότητα. Ξεσκεπάζει τα πάντα εν ονόματι του παιδευτικού της έργου, επιστρατεύοντας το ταμπεραμέντο ραλλίστας. Πολυδιάστατη καρατερίστα, ειρωνεύεται με θεατρική έμφαση τη μπριλάντικη ή ινζενουιστική συμπεριφορά της ίδιας της δασκάλας. Σας προκαλεί ασταμάτητα, κι ενώ ίσως θα είχατε τη διάθεση να τη σταματήσετε, αισθάνεστε έναν… γοητευτικό μαζοχισμό να την ακούσετε, να δείτε ως που θα το πάει. Και χρησιμοποιώντας το πολύπλευρο ταλέντο της το πάει ως το τέλος!» παρατηρεί. «Η Έλλη Λαμπέτη μπαίνει στο πετσί της ηρωίδας και τη ζωντανεύει με συναρπαστική ταυτοποίηση» γράφει ο Άγγελος Δόξας στην εφημερίδα «Εμπρός». «Η Έλλη Λαμπέτη θα δημιουργήσει τον καλύτερο ρόλο της ζωής της και μοναδικό για την ελληνική σκηνή», ο Αλκιβιάδης Μαργαρίτης στα «Νέα». «Με εξαιρετική δεξιοτεχνία περνά από όλες τις αποχρώσεις μεταξύ του κωμικού και του τραγικού, του έξαλλου και του ήρεμου. Η κατάμεστη αίθουσα, επί μιάμιση ώρα, πάσχει και αγωνιά μαζί της. Και όταν καταλήγει, με μια φωνή χαμηλή και γεμάτη συγκίνηση στο συμπέρασμα ότι την ευτυχία του ο άνθρωπος εξασφαλίζει επιδιώκοντας πάντοτε να προσφέρει καλοσύνη, κανείς δεν λέει να κουνήσει από το κάθισμά του… Η Έλλη Λαμπέτη έχει σήμερα όλο το δικαίωμα να πει το καλλιτεχνικό “νυν απολύοις τον δούλον σου, Δέσποτα”!» καταλήγει.




Το 1978 ενσαρκώνει τη «Φιλουμένα Μαρτουράνο» του Εντουάρντο ντε Φιλίππο με συμπρωταγωνιστή της τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ. Τη σκηνοθετεί ο Μάουρο Μπολονίνι. «Είσαι η μεγαλύτερη θεατρίνα της Ευρώπης», της λέει ο διάσημος ιταλός σκηνοθέτης στο διάλειμμα μιας πρόβας. «Είναι σαν να γεννήθηκα άλλη μία φορά, σαν να είδα έναν κόσμο που δεν θα έβλεπα ποτέ» δηλώνει η ίδια για τον πασίγνωστο ιταλικό ρόλο που ερμηνεύει στη θεατρική της ωριμότητα. «Στο στοιχείο της. Εκφραστική και όταν ακόμη σωπαίνει. Με τονικές διαβαθμίσεις και αποχρώσεις λόγου ορθοφωνημένου, σ’ όλες τις φάσεις κι εναλλαγές του ρόλου της. Με τη σιγαλινή αισθαντικότητα και την εκρηκτική σταθερότητα της ηρωίδας. Μια ζωντανή και πειστική Φιλουμένα. Και μια εξαίσια καλλιτεχνική δημιουργία» γράφει ο Μπάμπης Κλάρας στη «Βραδυνή».

Το 1981 παίζει τον τελευταίο θεατρικό ρόλο της ζωής της. Έχοντας χάσει πλέον τη φωνή της από τη μάχη με τον καρκίνο, υποδύεται την κωφάλαλη στο έργο «Σάρα: Τα παιδιά ενός κατώτερου θεού» του Μαρκ Μέντοφ. «Η πρεμιέρα της “Σάρας” είναι ένας ρωμαϊκός θρίαμβος. Οι θεατές χειροκροτούν όρθιοι, για κάμποση ώρα, αυτή τη νικήτρια ενός άγριου Κολοσσαίου που υποκλίνεται τώρα μπροστά τους πιο λαμπερή και πιο όμορφη από κάθε άλλη φορά» σημειώνει χαρακτηριστικά ο Φρέντυ Γερμανός.




Η βουβή μαρτυρία της συγκλονίζει εκτός από το κοινό και τους κριτικούς. «Η Έλλη Λαμπέτη ως κωφάλαλη Σάρα αποδεικνύει όχι μόνο ότι ξέρει να μιλάει με τη σιωπή της, να εκφράζεται με τις πιο απλές κινήσεις, αλλά και να εξωτερικεύει εξαίσια τον εσωτερικό της εαυτό και όλη την πάλη που γίνεται μέσα της για να διατηρήσει την προσωπική της ταυτότητα ως τα έσχατα όρια της τέχνης. Είναι μια ακόμη, κοντά στις τόσες άλλες ως τώρα, δημιουργία της άξια θαυμασμού» γράφει ο Μπάμπης Κλάρας στη «Βραδυνή». «Η Έλλη Λαμπέτη, που εκφράζει σκέψεις και συναισθήματα αποκλειστικά με τα χέρια και τα χαρακτηριστικά του προσώπου, είναι, πίσω από την περιχαρακωμένη σιωπή της, μια παλλόμενη φιγούρα, ένας ευπαθής δέκτης των ερεθισμάτων του περιβάλλοντος και ένας υπερτεταμένος πομπός, έτοιμος να μεταγγίσει κάθε ανατάραγμα του νου και κάθε εσωτερική φωνή», η Ελένη Βαροπούλου στη «Μεσημβρινή». «Δεν ξέρω αν η κωφάλαλη αμερικανίδα ηθοποιός που πρωτόπαιξε το έργο και που της το είχε αφιερώσει ο Μέντοφ ήταν τόσο συναρπαστική όσο η Έλλη Λαμπέτη που είχε συνείδηση και των δύο κόσμων: του ήχου και της σιωπής», η Ελευθερία Ντάνου στην εφημερίδα «Νέα Πορεία». «Η Αμερικανίδα έκανε μια ρεαλιστική εμφάνιση. Έπαιξε αυτό που ήταν. Πράγμα όχι και πολύ δύσκολο. Η Έλλη Λαμπέτη παράστησε, υποδύθηκε, ερμήνευσε, μας αιφνιδίασε με την εκμάθηση της γλώσσας των σημάτων και του άφωνου ρόλου της. Ήταν έκτακτη σε κάθε της έκφραση. Με τον ρόλο αυτό δημιούργησε μια νέα σελίδα στην προσφορά της στο θέατρο» προσθέτει. Αυτή, όμως, έμελλε να είναι και η τελευταία του θεατρικού της βιβλίου…

Στην πραγματικότητα, η Λαμπέτη δεν πήρε σχεδόν καμία αρνητική κριτική για ερμηνεία της στο σανίδι. Ακόμα και σε έργα που δεν είχαν την ίδια επιτυχία με άλλα και θεωρήθηκαν αποτυχίες. Μάλιστα, πολλά από αυτά που επέλεξε έγιναν σημείο αναφοράς και για τις μεταγενέστερες ενζενί του θεάτρου.

«Δεν μπορώ να παίζω μπροστά σε άδεια καθίσματα» απαντούσε σε όσους την κατηγορούσαν για την ποιότητα των έργων που ανέβαζε. «Δεν πιστεύω στην εξέλιξη των καρεκλών. Προτιμώ να τέρπω το κοινό, παρά να χαίρομαι που παίζω αριστουργήματα μπροστά σε άδειες καρέκλες» προσέθετε υπερασπιζόμενη το δραματολόγιό της. «Αν το καλοσκεφτούμε, το θέατρο δεν είναι κάτι που αποτείνεται μόνο στο μυαλό, δηλαδή δεν είναι ανάγκη να πηγαίνουμε στο θέατρο μόνο για να κερδίσουμε μεγάλα πράγματα. Όταν πάμε στο θέατρο και αγγίξει την καρδιά μας, τότε το θέατρο έχει δικαιωθεί πέρα για πέρα» έλεγε σε άλλη συνέντευξή της.

«Όποιος ρόλος μπήκε μέσα της δικαίωσε την ύπαρξή του. Αξιώθηκε να μιλήσει με το στόμα της, να εκπλαγεί με τα μάτια της, να βεβαιωθεί με τα χέρια της» έγραφε πολύ χαρακτηριστικά ο κριτικός θεάτρου Κώστας Γεωργουσόπουλος. «Ο ηθοποιός παίζει με το νευρικό του σύστημα, που πρέπει να το ερεθίζει. Κι είναι μαρτύριο, βέβαια. Αλλά το αγαπάω! Μου αρέσει!» έλεγε η ίδια.

Πόσοι δεν προσπάθησαν να περιγράψουν την ανυπέρβλητη ερμηνεία της; «Όταν παίζει, παρακολουθείς έναν αγώνα σχεδόν θανάσιμο: ένα αδύναμο κορμί που παλεύει να μην δραπετεύσει από μέσα του κάτι φυλακισμένο. Ίσως αυτό που λέμε ψυχή. Το αδύναμο αυτό κορμί αντιστέκεται γιατί, παράλογα, πιστεύει πως οι Μήδοι δεν θα διαβούνε. Το αποτέλεσμα αυτής της πάλης ενός ανίσχυρου κορμιού με μια πανίσχυρη ψυχή είναι ένα λεηλατημένο αλλά νικηφόρο πρόσωπο» έγραφε ο θεατρικός συγγραφέας Παύλος Μάτεσις.

Ακόμα πιο γλαφυρός στην περιγραφή του ο κριτικός θεάτρου Μάριος Πλωρίτης: «Ένας ψίθυρος μπορεί να έχει πολύ μεγαλύτερη δύναμη από μια βροντερή κραυγή... Μια ματιά μπορεί να έχει πολύ περισσότερο πάθος από δεκάδες περιπαθείς λυγμούς… Η ακινησία μπορεί να είναι ασύγκριτα πιο επιβλητική από πάμπολλες μεγαλοπρεπείς χειρονομίες… Η αληθινή δύναμη, το γνήσιο πάθος, η ουσιαστική επιβολή είναι θέμα και καρπός εσωτερικού παλμού, ψυχικής δόνησης, ηθικού μεγέθους. Και η Έλλη Λαμπέτη που δίνει την εντύπωση εύθραυστου, ευάλωτου πλάσματος, η Έλλη Λαμπέτη, που παίζει με ημιτόνια και αποχρώσεις, έχει τόσο άπεφθους παλμούς, βάθος, μέγεθος, ώστε τα ημιτόνιά της παίρνουν διαστάσεις απέραντου σπαραγμού κι οι αποχρώσεις της ακτινοβολούν θαμπωτικό φως…»

«Ο τρόπος που μπορούσε ξαφνικά να αποδώσει μια σκηνή με άφηνε κατάπληκτο. Προσπαθούσα να βρω τις ρίζες από τις οποίες ξεπηδούσε όλη αυτή η μαγεία» ομολογούσε και ο Μιχάλης Κακογιάννης. Την απάντηση στον σκηνοθέτη της φαίνεται να την είχε δώσει η ίδια: «Ο τρόπος που ερμηνεύει έναν ρόλο ο ηθοποιός δείχνει ολοκάθαρα τον εαυτό του. Το βάθος και τις αποχρώσεις των συναισθημάτων του. Την ποιότητά του…»

Από τη Χάνελε έως τη Σάρα, η Λαμπέτη υπηρέτησε το θέατρο με θρησκευτική ευλάβεια για σχεδόν 40 ολόκληρα χρόνια. Παρά τα επανειλημμένα χτυπήματα της μοίρας και τη μακρόχρονη μάχη με την επάρατη νόσο τα τελευταία εξ αυτών. Το υπόδειγμα προσήλωσης στο λειτούργημα της ηθοποιού το οποίο δημιούργησε δεν είχε προηγούμενο ή επόμενο. Επέλεξε να παίζει όχι μόνο όταν υπέφερε από τους πόνους. Αλλά κι όταν στερήθηκε το βασικό εργαλείο της υποκριτικής. Τη φωνή της…

Οι ερμηνείες της στο σανίδι κινήθηκαν μεταξύ του κωμικού και του τραγικού. Στις κωμικές ήταν χαριτόβρυτη σαν νεράιδα. Τις τραγικές τις πότισε με το αίμα της πριν τις εκφράσει με τον σπαραγμό της. Γι’ αυτό και έμειναν αλησμόνητες σε όσους τις έζησαν. Με την ηλεκτρισμένη φωνή της στις ηχογραφημένες να συγκλονίζει ακόμα κι εμάς, τους μετά θάνατον ακροατές της…

Το Θέατρο είναι μια απλή ανάγκη του ανθρώπου
μια ανάγκη φυγής όπως το όνειρο.
Ανήκω στο θέατρο και χαίρομαι που μπορώ να προσφέρω
αυτή τη φυγή στους ανθρώπους.
Γι’ αυτό και νιώθω πολλές φορές ότι γίνομαι κι εγώ
ένα πρόσωπο του ονείρου…




ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ
«Σ’ αγαπώ...»

Αναμφίβολα, η Λαμπέτη ήταν ταγμένη στο θεατρικό σανίδι. Η σχέση με τον θεατή ήθελε να ήταν άμεση, με αποτέλεσμα ο κινηματογράφος να μην αποτέλεσε ποτέ προτεραιότητα στην καριέρα της στην υποκριτική τέχνη, στην οποία αφιέρωσε όλη τη ζωή της. Το αποτέλεσμα; Δέκα ταινίες, όλες κι όλες, να είναι ο απολογισμός της στη μεγάλη οθόνη. Με την τελευταία, μάλιστα, να μην έχει προβληθεί ποτέ από τη μικρή και να θεωρείται χαμένη…

Εξίσου αναμφίβολα, όμως, τα δικά της χείλη είπαν το ωραιότερο «σ’ αγαπώ» του ελληνικού κινηματογράφου. Σε μια ταινία που ούτως ή άλλως είχε τεράστιο βάρος. Η αριστουργηματική «Κάλπικη Λίρα» του Γιώργου Τζαβέλλα διεκδικεί σήμερα τον τίτλο της κορυφαίας ελληνικής ταινίας όλων των εποχών από τη «Στέλλα» του Μιχάλη Κακογιάννη. Ο γάλλος θεωρητικός του σινεμά Ζορζ Σαντούλ την περιέλαβε στις 1.000 καλύτερες του παγκόσμιου κινηματογράφου όλων των εποχών.

Στην εποχή της παίχτηκε συγχρόνως σε 1.000 αίθουσες στη Σοβιετική Ένωση και προβλήθηκε συνολικά σε 30 ξένες χώρες. Στην Ελλάδα, αν και δεν ήταν η πρώτη φορά που μία ταινία με πρωταγωνίστρια τη Λαμπέτη ερχόταν πρώτη στα εισιτήρια, ήταν η πρώτη που έκοβε πάνω από 200 χιλιάδες – νούμερο αν όχι πρωτόγνωρο, σίγουρα ασυνήθιστο για την εποχή του.

Τελευταίος από τους τέσσερις σπόνδυλους στη σπονδυλωτή πλοκή της θρυλικής «Λίρας», ο έρωτας Λαμπέτη-Χορν. Με τους θεατές να ομονοούν πως αυτή η ιστορία ήταν η πιο ενδιαφέρουσα από τις τέσσερις του νομίσματος, η πιο σαγηνευτική του έργου. Η Αλίκη και ο Παύλος, το πλουσιοκόριτσο και ο φτωχός ζωγράφος, ερωτεύθηκαν παράφορα αψηφώντας τις οικονομικές συνέπειες. Το «σ’ αγαπώ» της Αλίκης θα εμπνεύσει τον Παύλο να φιλοτεχνήσει το πορτραίτο της αγαπημένης του και να του δώσει αυτόν τον τίτλο. Η ιστορία τους ξεκινάει με τη λίρα που πέφτει ανάμεσα στα κομμάτια τους στην πρωτοχρονιάτικη βασιλόπιτα. Το νιόπαντρο ζευγάρι, αγνοώντας ότι ήταν κάλπικη, ορκίζεται στην αγάπη του να μην τη χαλάσει ποτέ…



«“Πόσο καλά παίζουν” θα πουν οι θεατές, αλλά η σωστή φράση είναι: “Πόσο όμορφα ζουν”. Θα πρέπει να χρωστάμε ευγνωμοσύνη στον Γιώργο Τζαβέλλα, που είχε τη σοφία να αποτυπώσει στα 35 μιλιμέτρ έναν θεατρικό έρωτα που θα περνούσε, αργότερα, στην περιοχή του Μύθου» γράφει χαρακτηριστικά ο Φρέντυ Γερμανός στη βιογραφία της ηθοποιού.

Αν και οι μετά θάνατον θαυμαστές της μακαρίζουμε περισσότερο τον Μιχάλη Κακογιάννη. Γιατί συγκριτικά οι περισσότερες ταινίες της φέρουν τη δική του υπογραφή. Και –με εξαίρεση το magnum opus του θεωρούμενου αντιπάλου του– οι τρεις εξ αυτών αναγνωρίζονται σήμερα ως οι καλύτερες της. Στην πραγματικότητα, το «Κυριακάτικο Ξύπνημα» (1954), το «Κορίτσι με τα Μαύρα» (1956) και το «Τελευταίο Ψέμα» (1958) πέρασαν στην αθανασία αυτό το πλάσμα. Για να μαγεύει με την υποκριτική του και τις επόμενες γενιές. Εις τους αιώνας των αιώνων…

«Νομίζω ότι η Έλλη έφερνε ένα μυστήριο και μια τραγική διάσταση η οποία είναι σπάνια στον κινηματογράφο. Κι είχε αυτό το πρόσωπο που οι πόροι της ρουφούσαν τον φακό. Ήταν κάτι το καταπληκτικό. Και είχε αποκτήσει τεράστια κινηματογραφική τεχνική, περιέργως πώς. Δεν το έλεγε, δεν το ομολογούσε. Αλλά για την ευαισθησία της Έλλης ο φακός ήταν το τέλειο μέσο» έλεγε ο ίδιος ο Κακογιάννης.



Η πρώτη του ταινία, το «Κυριακάτικο Ξύπνημα», προβάλλεται το 1954 και ξεχωρίζει από τις υπόλοιπες ελληνικές της εποχής. Ο ελληνικός Τύπος τη διακρίνει και την επαινεί πριν καν περάσει τα ελληνικά σύνορα. Η εκδότρια της «Καθημερινής», Ελένη Βλάχου, γράφει μεταξύ άλλων στο πρωτοσέλιδο της εφημερίδας: «Αυτήν την εβδομάδα εμφανίστηκε στους κινηματογράφους μία ταινία-φαινόμενο. Το “Κυριακάτικο Ξύπνημα”. Φαινόμενο όχι διότι είναι αριστούργημα. Κάθε άλλο. Ένα κοινό ευχάριστο εργάκι είναι, χωρίς σπουδαίες απαιτήσεις, χωρίς μεγάλες πρωτοτυπίες, χωρίς εκπλήξεις. Αλλά ισορροπημένο, ολοκληρωμένο, σωστό. Δεν είναι “ευγενική προσπάθεια”, δεν είναι “ένα βήμα προόδου”, είναι φιλμ. […] ένα φιλμ που μπορεί ελεύθερα να ταξιδέψει, να πάει στις Κάννες, να εμφανιστεί σε φεστιβάλ, να μην πάρει ασφαλώς, ασφαλέστατα, καμία διάκριση και κανένα βραβείο, αλλά να μην ντροπιάσει και τη δύστυχη πατρίδα του, όπως την έχουν ντροπιάσει όλα ανεξαιρέτως τα προηγούμενα. Και γι’ αυτό μονάχα αποτελεί σταθμό».

Όχι μόνο το «Ξύπνημα» αλλά όλες οι ταινίες του Κακογιάννη με πρωταγωνίστρια τη Λαμπέτη συμμετέχουν στο Φεστιβάλ Καννών και διεκδικούν τον Χρυσό Φοίνικα. Η συγκεκριμένη επιλέγεται και για την εναρκτήρια προβολή του Φεστιβάλ Εδιμβούργου, το οποίο του απονέμει το Δίπλωμα Αξίας. Μεταξύ άλλων δημοσιευμάτων στον Τύπο του Εδιμβούργου, η «Daily Mail» χαρακτηρίζει τη Λαμπέτη «μικρή Άννα Μανιάνι» για την ερμηνεία της στο ρόλο μιας νεαρής που διεκδικεί τα χρήματα ενός λαχείου που της έκλεψαν…

Αν το «Ξύπνημα» ήταν απλώς μία δροσερή κομεντί με θέμα ένα κλεμμένο λαχείο, ακολουθούν δύο αριστουργήματα της έβδομης τέχνης που φιλοτεχνεί ο Κακογιάννης εμπνεόμενος από τη μούσα του. Το «Κορίτσι με τα Μαύρα», με εκείνη στον ομώνυμο ρόλο μιας δυστυχισμένης νησιωτοπούλας που υφίσταται ψυχολογικό πόλεμο από το περιβάλλον του νησιού. Και το «Τελευταίο Ψέμα», με εκείνη στον ρόλο της κόρης ενός χρεοκοπημένου εργοστασιάρχη που πιέζεται από τη μητέρα της για έναν πλούσιο γάμο που θα σώσει την αστική οικογένεια από τη χρεοκοπία. Στην πρώτη ταινία βλέπουμε τη Λαμπέτη ντυμένη με τα μαύρα του πένθους, στη δεύτερη με τις αριστοκρατικές τουαλέτες του ελληνογάλλου μετρ της μόδας Ζαν Ντεσέ. Σε δύο φαινομενικά αντίθετους ρόλους πρωταγωνιστεί η ίδια ηθοποιός. Με το ερώτημα σε ποιον από τους δύο η ερμηνεία της είναι συγκλονιστικότερη να είναι δύσκολο να απαντηθεί ακόμα και σήμερα...




«Η κορύφωση της λατρείας του φακού προς τη Λαμπέτη ήταν στο “Κορίτσι με τα Μαύρα”» γράφει ο ίδιος ο σκηνοθέτης στην αυτοβιογραφία του. «Εννοείται πως πίσω από αυτόν υπήρχε ο Γουόλτερ Λάσαλι, με τον οποίον συνεργαζόμουν για πρώτη φορά, που επίσης είχε ερωτευτεί την Έλλη. Ήταν μαγεμένος» προσθέτει αναφερόμενος στον διάσημο γερμανό διευθυντή φωτογραφίας. («Ω, Θεέ μου» τον θυμόταν η ίδια να αναφωνεί βλέποντας το πρόσωπό της μέσα απ’ τον φακό.) «Ειδικά στα πλάνα που έστρεφε αργά το κεφάλι της και αναδείκνυε εκείνο τον υπέροχο λαιμό της. Ό,τι κι αν έκανε όμως ο φακός, αν δεν υπήρχε η δική της λάμψη, δεν θα γινόταν τίποτα. Η ποιότητα που εξέπεμπε η Λαμπέτη ήταν μοναδική» καταλήγει ο Κακογιάννης.

«Η Έλλη ίσως να μην έκανε ποτέ της αρχαία τραγωδία, αλλά εκείνο το πρόσωπο στο “Κορίτσι με τα Μαύρα” θα πρέπει να το πελέκησαν ο Αισχύλος παρέα με τον Σοφοκλή. Ίσως να το νιώθει κι η ίδια. Τα μάτια της, οι τόνοι της φωνής της, η κίνησή της, όλα θυμίζουν Επίδαυρο – όπως θα έπρεπε να ’ταν η Επίδαυρος» παρατηρεί εύστοχα ο βιογράφος της, Φρέντυ Γερμανός. Ενώ ο κριτικός Κώστας Γεωργουσόπουλος εστιάζει σε μία συγκεκριμένη στιγμή του ρόλου: «Θυμάμαι εκείνο το γέλιο της στο “Κορίτσι με τα Μαύρα” του Κακογιάννη. Ο Χορν για να σπάσει τη σφιγμένη σιωπή της κάνει ένα κλοουνίστικο νούμερο και τότε εκείνα τα πληγωμένα μάτια, τα πεισματικά χείλη διαστέλλονται και ξεχύνεται ένας χείμαρρος από γέλιο παιδικό, αθώο. Αλλά πώς φτάνει σ’ αυτόν τον χείμαρρο; Τι ρυθμός ζωής, τι αποκάλυψη του θαύματος της ζωής είναι αυτός! Μέσα από το τυραννισμένο κορμί, το ταπεινωμένο, ξεπηδάνε ρύακες φωτός, αστραπές και η φύση ξαναβρίσκει την ουσία της, επικοινωνεί με τις αρχέγονες ρίζες της. Η Λαμπέτη δεν ξεσπά, αποσπά από τον λυγμό το μερίδιο της χαράς, επιστρέφει στη ζωή και διεκδικεί με τον ήχο του γέλιου μια θέση στην αρμονία του σύμπαντος».




Οι «Sunday Times» και «Daily Telegraph», οι πιο έγκριτες βρετανικές εφημερίδες, κατατάσσουν το «Κορίτσι με τα Μαύρα» ανάμεσα στις δέκα καλύτερες ταινίες του 1956. «Το παίξιμο της δεσποινίδος Έλλη Λαμπέτη είναι ανατριχιαστικό, τραγικό, αλησμόνητο» γράφουν οι «Times». Ενώ ο κριτικός των «Sunday Times» παραδέχεται: «Δεν μπορώ να ξεχάσω την υπέροχη σπαρακτική ερμηνεία της Έλλης Λαμπέτη, ούτε και την ομορφιά του τραγικού της προσώπου. Το πρόσωπο της Έλλης Λαμπέτη είναι το πρόσωπο ενός μεγάλου κλασικού λαού, ένα πρόσωπο τόσο μυημένο στην τραγωδία, που ακόμη και στο μαύρο-άσπρο πανί φαίνεται ν’ αλλάζει σχήμα και χρώμα με ξαφνικό τρόμο ή πάθος».

«Η Έλλη Λαμπέτη, μια ελληνίδα Γκάρμπο, με το πρόσωπο μιας επαναστατικής Μαντόνας, δίνει μια ερμηνεία που από ζεστό μάρμαρο λιώνει και γίνεται ακτινοβόλα ζωή» γράφει η «Evening Standard», ενώ η «Daily Express» ότι «είναι μια συναρπαστική και ελκυστική νέα γυναίκα, η πιο σημαντική κινηματογραφική αποκάλυψη από τότε που η Άννα Μανιάνι έκανε το εκρηκτικό της ντεμπούτο» και ότι «κλείνει μέσα της αρκετή φωτιά και θυελλώδες πάθος για να τροφοδοτήσει τις καρδιές δεκάδων γυναικών».




«Αυτή η νεαρή Ελληνίδα ηθοποιός κέρδισε με το παραπάνω τον θαυμασμό στο “Κορίτσι με τα Μαύρα”, την πιο πρόσφατη ταινία της παραγωγής του Κακογιάννη. Σ’ αυτήν της την εμφάνιση είναι ακόμη πιο θαυμάσια» παρατηρεί ο «Manchester Guardian» για την εμφάνιση της Λαμπέτη στο «Τελευταίο Ψέμα». «Στο Αρχαιολογικό Μουσείο των Αθηνών, αυτόν το θησαυρό των θησαυρών, βρίσκονται πέτρινα αντίγραφα αυτής της ηθοποιού» αναφέρει χωρίς να φοβάται την υπερβολή ο κριτικός της εφημερίδας, προσθέτοντας: «Και επίσης ξέρει να παίζει: αν η πιο φυσική σύγκριση για τη ματιά της και το ύφος της είναι η τραγική μούσα, εκείνες οι λίγες στιγμές της ξεγνοιασιάς, που η ταινία τής επιτρέπει, εκπέμπουν επίσης μια εκπληκτική γοητεία».




«Ποτέ από την εποχή της Γκάρμπο κινηματογραφική μηχανή δεν ερωτεύτηκε τόσο τη σταρ μιας ταινίας. Όμως, πρέπει ασφαλώς να προσθέσει κανείς: ποτέ από την εποχή της Γκάρμπο δεν υπήρξε σταρ που να άξιζε μια τέτοια αφοσίωση» γράφουν οι «Times» για την ηθοποιό που είπε το «Τελευταίο Ψέμα» στη μεγάλη οθόνη. «Η κυρία Λαμπέτη, εκτός από το ότι είναι ίσως η πιο ωραία γυναίκα στο πανί σήμερα, έχει ένα ακόμη παραπάνω πλεονέκτημα, ασφαλώς άδικο για όλες τις άλλες, ότι τυχαίνει να είναι και μια ασυνήθιστα καλή ηθοποιός» προσθέτει ο κριτικός του διασημότερου λονδρέζικου εντύπου. «Η ερμηνεία της κ. Λαμπέτη είναι πάντα και αλάνθαστα σωστή» παρατηρεί και ο κριτικός των «Financial Times». «Θα μπορούσε κανείς να συναντήσει το προφίλ μιας Έλλης Λαμπέτη σ’ ένα νόμισμα της εποχής του Περικλή. Στο θλιμμένο, εκφραστικό της πρόσωπο διαβάζει κανείς κάθε φευγαλέο συναίσθημα» υπογραμμίζει η «Herald Tribune».



Ο κριτικός του «Observer» φτάνει μέχρι τον Ευριπίδη για να εξυμνήσει την ελληνίδα ηθοποιό που τον μάγεψε: «Κατά τη γνώμη μου, η Έλλη Λαμπέτη είναι ένα από τα πιο γοητευτικά ερμηνευτικά εργαλεία της οθόνης. Με τα σκούρα, κυματοειδή μαλλιά της, το ζωηρό της πρόσωπο και την ατσάλινη πειθαρχία των μελών της, μοιάζει σαν να αποσπάστηκε από σελίδες του Ευριπίδη. Είναι ηθοποιός από την κορυφή ως τα νύχια: μεταχειρίζεται το παραμικρό κομμάτι του εαυτού της στη δουλειά, αφήνοντας το σώμα της πότε χαλαρό και πότε άκαμπτο, ανάλογα με τα μηνύματα που στέλνει το μυαλό της. Έχουμε όλοι μας γνώση του ενστικτώδους τρόπου με τον οποίο αποτραβιέται το σώμα όταν αποχωριζόμαστε κάτι με στενοχώρια· ή της πηγαίας ελαφράδας με την οποία το σώμα αναπηδάει όταν χαίρεται που θα τηρήσει μια υπόσχεση. Ένας καλός ηθοποιός αυτά τα αισθάνεται και τα ερμηνεύει· αυτό κάνει και η κυρία Λαμπέτη. Δόξα τω Θεώ φαίνεται να είναι πολύ Ελληνίδα για τα δεδομένα του Χόλλυγουντ, οπότε η ευρωπαϊκή οθόνη θα κρατήσει μια λαμπρή ηθοποιό».

Το «Χαμένο Κορμί» (1961) ήταν κυριολεκτικά χαμένο για χρόνια. Κι όσοι θέλαμε να δούμε όλες τις εμφανίσεις της Λαμπέτη στη μεγάλη οθόνη το αναζητούσαμε. Ήταν ευτύχημα που η τέταρτη και τελευταία ταινία της με τον Κακογιάννη (σε σενάριο του αμερικανού συγγραφέα Φρέντερικ Γουέικμαν) αποκαταστάθηκε από το ίδρυμα του και προβλήθηκε στις αίθουσές του. Γιατί όσοι κόψαμε εισιτήριο μαγευτήκαμε ξανά από το ακτινοβόλο πρόσωπό της. Έστω κι αν εκείνη δεν μιλούσε ελληνικά, ούτε η ταινία ως σύνολο υπερτερούσε των προηγουμένων του σκηνοθέτη με την κύρια μούσα του. Η οποία, πριν από εμάς, είχε μαγέψει και τους κριτικούς της εποχής. «Η Έλλη Λαμπέτη συνδυάζει μια φεγγοβόλα ομορφιά με την ικανότητα ν’ αγγίζει τα βάθη της συγκίνησης» είχε γράψει η «Sunday Express».

Η αλήθεια είναι ότι οι νεότερες γενιές δεν είδαμε ποτέ τη Λαμπέτη ζωντανή. Ούτε καν με χρώματα στο γυαλί, αφού η μοναδική έγχρωμη ταινία της δεν έχει προβληθεί ποτέ από την ελληνική τηλεόραση. Εκείνη, βέβαια, έλαμπε αν και ασπρόμαυρη στη μεγάλη οθόνη. Και εξακολουθεί να εκπέμπει φως όταν προβάλλεται από τη μικρή. Είναι η ευλογημένη και αξεπέραστη υποκριτική της που χρωματίζει την ασπρόμαυρη εικόνα. Σαν ένα χριστιανικό θαύμα, που μόνο αγνές και ευαίσθητες ψυχές όπως η δική της μπορούν πλέον να το κοινωνήσουν…



Η ΧΗΜΕΙΑ ΤΗΣ ΜΕ ΤΟΝ ΔΗΜΗΤΡΗ ΧΟΡΝ
«Ο Χορν, έπρεπε να ’βλεπες, την αγκάλιασε κι αυτή δάκρυσε…»

Ο Δημήτρης Χορν ήταν ένα κομβικό πρόσωπο για τη ζωή της Έλλης Λαμπέτη. Καταρχάς βρισκόταν στην εξεταστική επιτροπή του Σχολής Κοτοπούλη όταν πήγε να δώσει εξετάσεις. Όταν ανέβαινε πρώτη φορά στο σανίδι για να παίξει έναν βοηθητικό ρόλο, εκείνος ήταν ήδη πρωταγωνιστής και ερμήνευε τον κύριο ρόλο του έργου. Η αμοιβαία αντιπάθεια στην αρχή της γνωριμίας τους έμελλε να εξελιχθεί σε έναν σφοδρό έρωτα που κράτησε σχεδόν επτά χρόνια.

Για την ακρίβεια, ο Χορν ήταν ο έρωτας ανάμεσα στους δύο γάμους της ζωής της. Για εκείνον χώρισε τον πρώτο της σύζυγο (τον κριτικό θεάτρου Μάριο Πλωρίτη). Και, προσπαθώντας εκείνον να ξεπεράσει, παντρεύτηκε τον δεύτερο (τον αμερικανό συγγραφέα Φρέντερικ Γουέικμαν). Άλλη μία μοιραία σύμπτωση: Η Λαμπέτη ήταν ο έρωτας ανάμεσα στους δύο γάμους της δικής του ζωής (με τη Ρίτα Φιλίππου και την Άννα Γουλανδρή).

Σε περισσότερα από είκοσι θεατρικά έργα και τρεις κινηματογραφικές ταινίες εκείνη τον κοίταξε κατάματα. Το «Κυριακάτικο Ξύπνημα», η «Κάλπικη Λίρα» και το «Κορίτσι με τα Μαύρα» αποτύπωσαν στο σελιλόιντ έναν έρωτα που θα αποκτούσε με τον χρόνο μυθικές διαστάσεις. Ο Χορν θα αγόραζε χωρίς να το ξέρει το τυχερό λαχείο που της είχαν κλέψει, θα φιλοτεχνούσε ως ερωτευμένος ζωγράφος το πορτραίτο της και θα έκανε με τις γκριμάτσες του το «Κορίτσι με τα Μαύρα» να γελάσει…

Σύμφωνα με τον Χορν, ο έρωτας είχε γεννηθεί το 1953 στην «Αγαπούλα» του Σνίτσλερ: «Αυτό το έργο στάθηκε η αφορμή εγώ και η Έλλη να έρθουμε πιο κοντά. Η υπόθεσή του απαιτούσε καθ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης να βρισκόμαστε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου και να φιλιόμαστε. Κι εμένα, επειδή ποτέ δεν μου άρεσαν τα ψεύτικα φιλιά στους ρόλους που έπαιξα, να φιλούσα την Έλλη κανονικά. Από μέρα σε μέρα και από παράσταση σε παράσταση, τα φιλιά γινόντουσαν όλο κι πιο φλογερά. Τότε κατάλαβα πως αυτή η εξαιρετική παρτενέρ που είχα κάθε βράδυ στην αγκαλιά μου, αυτή η καταπληκτική ηθοποιός ήταν και μια πολύ ερωτική γυναίκα».

Κι εκείνη θυμόταν ότι η σπίθα της φωτιάς είχε ανάψει σ’ αυτό το έργο: «Όταν παίζαμε την “Αγαπούλα”, είμαστε ερωτευμένοι. Είχα κόψει την αντίστασή μου, είχα υποχωρήσει. Η “Αγαπούλα” ήταν εξάλλου ένα πολύ ερωτικό έργο, ήταν σαν να μην μπορούσε να γίνει αλλιώς. […] Όταν φιλάς τον άλλον κάθε βράδυ και συμβαίνει αυτός να σου είναι συμπαθής, μοιραία θ’ ανταποκριθούν οι αισθήσεις σου».

Πιο αποκαλυπτικές είναι οι αναμνήσεις του Μιχάλη Κακογιάννη από το «Κυριακάτικο Ξύπνημα» (1954): «Στην Αίγυπτο είχα και διαφορετικά βάσανα, διότι η Έλλη και ο Τάκης είχαν απομονωθεί στο καλύτερο ξενοδοχείο του Καΐρου, το Mena House, κοντά στις πυραμίδες. Έμεναν σε δυο σουίτες που επικοινωνούσαν και έρχονταν τα πρωινά στο γύρισμα εκείνος νυσταλέος κι εκείνη μαραμένη. Άρχισα να υποπτεύομαι τη σχέση τους, την οποία τελικά μου ομολόγησαν. Διευκρίνισα πως, όταν κάνεις ταινία, απαγορεύεται ν’ αλλάζεις φυσική εμφάνιση από μέρα σε μέρα. Όπου κι οι δυο μαζί συμφώνησαν πως έπρεπε να ληφθούν δραστικά μέτρα, πως έπρεπε δηλαδή να πάω να μείνω μαζί τους και να κοιμάμαι στη σουίτα της Έλλης, στο κρεβάτι της, που ήταν τρίδιπλο. Απεδείχθη πως δεν υπήρχε σωτηρία, διότι το πρώτο βράδυ που έπεσα πτώμα και αποκοιμήθηκα, ξύπνησα ακούγοντας τους να κάνουν έρωτα δίπλα. Ο Χορν ήταν τότε τριάντα τεσσάρων χρονών, ερωτευμένος και ασυγκράτητος. Εκείνη πιο μικρή αλλά φλόγα. Ήμουν κι εγώ ερωτευμένος μαζί της, αλλά δεν τολμούσα να το σκεφτώ, γιατί ο Τάκης ήταν φίλος και με εμπιστευόταν. Ήταν, όμως, η Έλλη απίστευτα γοητευτική. Η αύρα της έμοιαζε με πλάσματος εύθραυστου και εξαιρετικά σεξουαλικού, που θα μπορούσε να λιποθυμήσει έστω και με ένα άγγιγμα. Κι όντως έτσι ήταν».

«Θείο ζεύγος» τούς αποκαλεί ο Τύπος και το κοινό σπεύδει να τους δει σε κάθε τους παράσταση, σε έργα μάλλον ελαφρά παρά βαρυσήμαντα. Εκείνος είναι ο αναντικατάστατος παρτενέρ της στο θεατρικό σανίδι. Ξαπλώνει μαζί της στο «Νυφικό Κρεβάτι» και γίνεται ο «Αρμάνδος» της όταν κρατάει τις «Καμέλιες».

Στο «Νυφικό Κρεβάτι» εκείνη θα κυοφορήσει ένα δικό του παιδί, που όμως δεν θα γεννηθεί ποτέ. Αφοσιωμένη στο θεατρικό σανίδι θα ζήσει έναν αληθινό θρίαμβο, αλλά θα στερηθεί την ευτυχία της μητρότητας. Στο «Γαλάζιο Φεγγάρι» του Χέρμπερτ εκείνος θα την πληγώσει κυριολεκτικά με ένα αληθινό μαχαίρι πάνω στη σκηνή κατά τη διάρκεια των παραστάσεών τους στο Κάιρο. Και θα αφήσει, με λόγια της πληγωμένης, «το αποτύπωμα του Μεγάλου Έρωτα» στο σώμα της…

«Με τον Τάκη ζήσαμε ωραία εφτά χρόνια» έλεγε εκείνη μετά τον χωρισμό τους. «Ωραία, βέβαια, είναι ένας λόγος. Έρωτας με δόντια – τρωγόμαστε κι αγαπιόμαστε συγχρόνως. Ήταν τότε, όταν σμίξαμε, που ο Βόκοβιτς είχε πει το περίφημο: “Για να δούμε πώς θα ταιριάξουν οι Βερσαλίες με τα Βίλλια”. Δηλαδή, ο Χορν με την υψηλή καταγωγή κι εγώ η χωριατοπούλα» θυμόταν.

«Δεν μπορώ να πω πως δεν την αγάπησα» έλεγε εκείνος μετά τον χωρισμό τους. «Τη θαύμαζα πολύ σαν ηθοποιό, αλλά δεν ήταν η γυναίκα της ζωής μου» δήλωνε όντας πλέον παντρεμένος με μια άλλη γυναίκα. «Ήταν πολύ καλή θεατρίνα και πολύ ωραία γυναίκα» παραδεχόταν όμως.

Σήμερα είναι μάλλον δύσκολο να απαντηθεί ποιος αγάπησε περισσότερο ποιον. «Η καημένη η Έλλη με αγάπησε πάρα πολύ, αλλά η αλήθεια είναι ότι εγώ δεν μπόρεσα να την αγαπήσω όσο με αγάπησε εκείνη» δήλωνε εκείνος. Παρόμοια δήλωση αποδίδεται σ’ εκείνη: «Ο καημένος ο Τάκης με είχε αγαπήσει πάρα πολύ, αλλά εγώ δυστυχώς δεν μπόρεσα να τον αγαπήσω όσο εκείνος».

Αμοιβαίος ήταν και ο θαυμασμός του ενός για το ταλέντο του άλλου. «Ο Δημήτρης Χορν είναι ένας καταπληκτικός ηθοποιός. Τόσο μεγάλο ταλέντο σπάνια βγαίνει στο θέατρο» έλεγε η Λαμπέτη. Ενώ ο Χορν στην ερώτηση ποια κατά τη γνώμη του είναι η μεγαλύτερη ηθοποιός απαντούσε χωρίς δισταγμό: «Η Λαμπέτη! Δεν υπάρχουν αμφιβολίες για την αξία της Παξινού, της Μανωλίδου και άλλων, μα πιστεύω ότι η Λαμπέτη είναι το μεγαλύτερο ταλέντο ανάμεσα στις γυναίκες που έχει σήμερα το θέατρό μας».

Σίγουρα, ο Δημήτρης Χορν δεν ήταν ο «Εραστής από Χαρτόνι» που –κατά ειρωνεία της τύχης– δήλωνε ο τίτλος του τελευταίου έργου που ανέβασαν μαζί. Ως άντρας σημάδεψε την ίδια της τη ζωή και ως συμπρωταγωνιστής της την ιστορία του ελληνικού θεάτρου. Από τη στιγμή που το ζευγάρι χώρισε, το θεατρόφιλο κοινό ζητούσε συνεχώς την επανασύνδεση. Αν όχι στη ζωή, τουλάχιστον στο σανίδι. Ίσως γιατί κανένα άλλο θεατρικό ζευγάρι πριν ή μετά από αυτό δεν είχε τέτοια χημεία. Να επικοινωνεί ο ένας με την ανάσα του άλλου…

Το δίδυμο Λαμπέτη-Χορν φαίνεται πως θα παραμείνει για πάντα ένας απλησίαστος μύθος από τον 20ο αιώνα. Ένας μύθος που αναπτύχθηκε στη θεατρική σκηνή της Αθήνας και τον κοινώνησαν εις το ακέραιο μόνο όσοι είχαν την τύχη να βρίσκονται τότε στην πλατεία…




Υστερόγραφα:

1. Μήπως δεν είναι τυχαίο ότι και ο Χορν έριξε τη θεατρική του αυλαία με το βιολογικό τέλος της Λαμπέτη; Λίγους μήνες μετά τον θάνατό της έπαιξε την τελευταία του παράσταση, τον «Αρχιμάστορα Σόλνες» του Ίψεν. Στο θέατρο Διονύσια, το σημερινό «Δημήτρης Χορν». Στο ίδιο σανίδι που η Λαμπέτη είχε δώσει τις σημαντικότερες ερμηνείες της καριέρας της…

2. Σύμφωνα με μαρτυρία, στα τελευταία του ζητούσε να δει στην τηλεόραση την «Κάλπικη Λίρα».

3. Στην ερώτηση «αν μπορούσατε να ξαναφέρνατε στη ζωή έναν μόνο άνθρωπο από το παρελθόν σας» είχε απαντήσει: «Μα τη Λαμπέτη φυσικά…»



ΜΙΑ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΗΣ
Το σπουργιτάκι...

Ήταν πεντάμορφη και αεικίνητη σαν ξωτικό. Μικροσκοπική και αιθέρια σαν σπουργιτάκι. Ένα σπουργιτάκι όλο ζωντάνια που φτερούγιζε με ανεπιτήδευτη χάρη πάνω στη σκηνή. Ένα πλάσμα λεπτεπίλεπτο και ευαίσθητο σαν τριαντάφυλλο που ανοίγει τα φύλλα του…

Το πρόσωπο της; Κατάλευκο και άσπιλο. Σχεδόν διάφανο. Μελαγχολικό αλλά ακτινοβόλο. Σχεδόν αγγελικό. Εξέπεμπε φως. Τόσο φως που νόμιζες ότι έβλεπες εικόνισμα. Μια λάμψη που αντανακλούσε την αγνότητα της ψυχής της. Τα μάτια της; Σαν μικρού παιδιού. Κοίταζαν με έκπληξη και απορία τον κόσμο σαν να τον ανακάλυπταν πρώτη φορά. Στο βλέμμα τους διέκρινες το παράπονο και την παιδική θλίψη. Η φωνή της; Ηλεκτρισμένη. Περνούσε από τις φλέβες της πριν φτάσει στα αυτιά σου. Οι σιωπές της; Εύγλωττες. Η ανάσα της; Ποιητική. Η άρθρωσή της; Ψευδής αλλά ακαταμάχητα γοητευτική…

Ως ύπαρξη σού γεννούσε εκείνα τα συναισθήματα τρυφερότητας που γεννούν τα νεογέννητα. Και ήθελες να την κλείσεις στην αγκαλιά σου για να την προστατεύσεις. Η θηλυκότητά της δεν ήταν σεξουαλική αλλά εύθραυστη. Ως γυναίκα συνδύαζε τη χάρη με την τραγικότητα. Άλλοτε ήταν γλυκιά παιδούλα κι άλλοτε πληγωμένη ώριμη. Πάντως, παντού και πάντα σε αιχμαλώτιζε. Με μία της κίνηση, με μία της λέξη…

Παρομοιάστηκε με τη φλόγα ενός κεριού που τρεμοπαίζει. Γιατί δεν ήξερες αν θα σβήσει ή θα συνεχίσει να καίει. Ήταν πάντα στο μεταίχμιο της ζωής και του θανάτου…

Έτσι που το ερώτημα «από τι σπάνιο υλικό ήταν φτιαγμένη» να παραμένει μέχρι σήμερα αναπάντητο. Γιατί η απάντησή του βρίσκεται στη σφαίρα της μεταφυσικής. Και τα συστατικά αναζητούνται ακόμα. Μεταξύ του ονείρου και της μαγείας…



ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΚΑΙ Η ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ
«Άμα πεθάνω, θέλω στην κηδεία μου να παίζουν την Ενάτη…»

Τη χειμερινή περίοδο 1968-1969, όταν ανεβάζει τα «Σαράντα Καράτια» στο θέατρο Κεντρικόν, η επάρατη νόσος κάνει την εμφάνισή της όπως στις αδερφές της. Εκείνη ήταν σαν έτοιμη από καιρό να την αντιμετωπίσει. Ο αγώνας θα κρατούσε περίπου δεκατέσσερα χρόνια και θα συμπεριελάμβανε δύο μαστέκτομες. «Για δύο πράγματα καμάρωνα πάντα στη ζωή μου. Το στήθος μου και τα μαλλιά μου. Τα ’χασα μέσα σε δέκα χρόνια και τα δύο» αυτοσαρκάζεται βλέποντας τις συνέπειες από τις χημειοθεραπείες.

«Χριστέ μου, τι ωραίο πράγμα είναι να ζεις» ψιθυρίζει ατενίζοντας την ανθισμένη πλατεία του Αγίου Γεωργίου από το ρετιρέ της στην Κυψέλη πριν από το τελευταίο της ταξίδι για νοσηλεία στη Νέα Υόρκη. «Είστε η πιο γενναία άρρωστη που πέρασε ποτέ απ’ το νοσοκομείο», της λέει ένας αμερικάνος γιατρός. «Κανονικά θα έπρεπε να ’χει πεθάνει. Αυτή η γυναίκα όμως μας ανατρέπει συνέχεια όλα τα προγνωστικά. Δεν έχω ξαναδεί ποτέ μου τόση δίψα για ζωή», ένας άλλος. «Αχ, να μπορούσα να πολεμήσω για το δίκιο – χωρίς να γίνομαι σκλάβα του» γράφει εκείνη σε ένα από τα τελευταία ιδιόχειρα σημειώματά της..

«Σ’ αυτήν την περίοδο που μέρα με τη μέρα έλιωνε, ποτέ δεν διαμαρτυρήθηκε, ποτέ δεν παρακάλεσε να την απαλλάξουν από τον πόνο. Έμοιαζε να διπλώνεται προς τα μέσα, σαν ένα λουλούδι που κλείνει τα πέταλά του, για ν’ αποκοπεί γλυκά, μαλακά απ’ όσα αγάπησε· ώσπου έφτασε να μεταμορφώνεται σ’ ένα φως, ένα απρόσωπο φως, για να μη βρει πια ο θάνατος να πάρει τίποτα άλλο από την ψυχή», η βιογράφος της Φρίντα Μπιούμπι.

«Χωρίς θέατρο είναι σαν να μην αναπνέω» εκμυστηρεύεται βλέποντας τις μεταστάσεις να της στερούν σταδιακά την “αναπνοή” της. Η «Χάνελε» θα πάει «στον Παράδεισο», όπως έλεγε το πρώτο της θεατρικό έργο, με πολλά ανεκπλήρωτα όνειρα για το σανίδι. Ήθελε πολύ να παίξει στον «Κύκλο με την Κιμωλία» του Μπρεχτ και να ανεβάσει το «Σάββατο, Κυριακή και Δευτέρα» του ντε Φιλίππο...

«Τη λάτρεψα την αλήθεια στη ζωή μου. Ως καλλιτέχνης μπόρεσα να χαράξω μ’ αυτήν το σημείο του σταυρού στα όνειρά μου. Μπόρεσα μ’ αυτήν να κυνηγήσω τις αδυναμίες μου και μ’ αυτή στηρίχτηκα στα πόδια μου. Τα χρόνια αυτά, τα δύσκολα, τα θλιβερά ίσως, τα άδικα, τα ξεπέρασα μ’ αυτό που ως ανάγκη ζωής βγαίνει από το νόημα και την παραδοχή του θανάτου» είχε πει άλλοτε γνωρίζοντας το αναπόφευκτο τέλος…

Στις 3 Σεπτεμβρίου του 1983 θα αφήσει τελικά την τελευταία της πνοή στο νοσοκομείο «Όρος Σινά» της Νέας Υόρκης. Ήταν μόλις 57 χρονών. Πριν πεθάνει είχε εκφράσει την επιθυμία να μη σταλούν λουλούδια στην κηδεία της («ένα τριαντάφυλλο, μόνο ένα τριαντάφυλλο») και το αντιστοιχούν ποσό να πάει στο χωριό S.O.S., όπως και να δωριστούν όλα τα υγιή όργανά της. Τα μάτια της όντως δωρίζονται. «Θέλω να γυρίσω στην Ελλάδα όπως έφυγα – ντυμένη στ’ άσπρα» είχε πει στην αδερφή της, η οποία θα παραλληλίσει την κηδεία της με επιτάφιο. Εβδομήντα χιλιάδες κόσμου την ακολουθεί στην τελευταία περιφορά πριν απ’ την ταφή της με τις αγαπημένες της πουέντ…

Μικρή Ελίζα: «Μαμά, πού πάνε οι άνθρωποι όταν πεθάνουν;»
Έλλη Λαμπέτη: «Στον ουρανό, Ελίζα!»

Η θεατρική της οικογένεια την αποχαιρετά συντετριμμένη αλλά με επαίνους: «Αν μπορώ να πω κάτι, είναι ότι μια πηγή στέρεψε. Ένα φως έσβησε» (Δημήτρης Χορν). «Όσοι τη γνώριζαν μπορούν να πουν με σιγουριά πως μπορεί η Έλλη να πέθανε, αλλά στην ουσία ζει και θα ζει» (Μάνος Κατράκης). «Δεν νομίζω ότι καλλιτέχνες σαν την Έλλη Λαμπέτη χάνονται, γιατί ο θαυμασμός του κόσμου στις γενιές που θα ’ρθουν θα τους κρατούν ζωντανούς στην Τέχνη. Η μορφή της, τουλάχιστον στον κινηματογράφο, θα μιλάει για το τι σημαίνει αληθινό ταλέντο» (Μιχάλης Κακογιάννης). Η πρόβλεψη του κινηματογραφικού της μέντορα έμελλε να επιβεβαιωθεί πλήρως…



Η Έλλη Λαμπέτη αναπαύεται από τότε στο Πρώτο Κοιμητήριο Αθηνών. Αν όχι δίπλα στη Μαρίκα Κοτοπούλη όπως ήθελε, λίγα μέτρα από τη θεατρική της δασκάλα. Το χώμα που τη σκεπάζει κυριολεκτικά ελαφρύ απουσία μαρμάρου. Ο σταυρός μάλλον πήλινος, όρθια καρφωμένος. Το ονοματεπώνυμό της γραμμένο πάνω του με καλλιγραφικά γράμματα, απομίμηση του γραφικού της χαρακτήρα. Και η μαρμάρινη πλακέτα δωρεά του ιδρύματος «Το Σπίτι του Ηθοποιού». Η φωτογραφία όπου ακτινοβολούσε σαν άγγελος μετά το «Κυριακάτικο Ξύπνημα» θάμπωνε για χρόνια όποιον την επισκεπτόταν στην τελευταία της κατοικία…


Σήμερα ο επισκέπτης αντικρίζει στη θέση της μια διαφορετική πλακέτα του ιδρύματος με την πρώτη καλλιτεχνική της φωτογραφία και τη λεζάντα «Σ’ αγαπώ».



Μέχρι πρότινος υπήρχε και μία σαφώς μεγαλύτερη, τοποθετημένη μάλλον από νεότερους θαυμαστές της, με τη λεζάντα «μια γυναίκα πλασμένη από όνειρα» γραμμένη στα αγγλικά…




Το άγαλμά της από τον Γιάννη Παππά κοσμεί πάντα τη γενέτειρά της, τα Βίλια Αττικής. Και η προτομή της από τον Αναστάσιο Γκιόκα τη διαγώνιο της οδού Δελφών, κάτω από το σπίτι που έμεινε στην Αθήνα. Το καμαρίνι της στο Θεατρικό Μουσείο προσελκύει θαυμαστές της. Ο κινηματογράφος «Γρανάδα» στη λεωφόρο Αλεξάνδρας είναι από τότε που “έφυγε” το θέατρο «Λαμπέτη». Το όνομά της φέρει και το Κέντρο Ψυχοκοινωνικής Υποστήριξης Γυναικών με καρκίνο του μαστού, που ιδρύθηκε από την Ελληνική Εταιρεία Μαστολογίας.

H Μαρίνα Καλογήρου και η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη την υποδύθηκαν σε διαφορετικές ηλικίες στη τηλεοπτική σειρά «Η Τελευταία Παράσταση» που βασίστηκε στην ομώνυμη βιογραφία της.

Οι νεότεροι ζητούμε από όσους την είδαν και την έζησαν να μοιραστούν μαζί μας τις αναμνήσεις τους από το σπουργιτάκι. Πώς φτερούγιζε στη γη πριν φτερουγίσει για τον ουρανό;

«Τώρα πια όταν τη σκέπτομαι έχω την εικόνα ενός απαλού πλάσματος. Τη βλέπω να μιλάει σε ορισμένες στάσεις κι εγώ να κοιτάζω τον εκπληκτικό λαιμό της. Και να ρουφάω το φυσικό άρωμά της» έλεγε ο Κακογιάννης πριν τη σκηνοθετήσει στο σινεμά «Ο Παράδεισος».

Κάθε φορά που η μορφή της προβάλλει από τους τηλεοπτικούς δέκτες ακινητοποιούμαστε μπροστά από την οθόνη και την παρακολουθούμε εκστασιασμένοι να παίζει σαν να είναι ολοζώντανη μπροστά μας. Είναι η ερωτευμένη Αλίκη που προφέρει υπέροχα το «σ’ αγαπώ» στην «Κάλπικη Λίρα». Η νεαρή Μίνα που διεκδικεί με μπρίο το δίκιο της στο «Κυριακάτικο Ξύπνημα». Η μελαγχολική Μαρίνα που ξεσπά συγκλονιστικά από τη σιωπή της στο «Κορίτσι με τα Μαύρα». Η μεγαλοαστή Χλόη που λέει το «Τελευταίο Ψέμα» πριν από τη χρεοκοπία της οικογένειας της…

Κι εμείς οι θαυμαστές της που μυούμαστε στη μαγεία της και ζούμε το όνειρο που κάποτε προσέφερε απλόχερα. Στο σύντομο πέρασμά της σαν αερικό από αυτήν τη γη…




ΕΙΠΑΝ ΓΙΑ ΕΚΕΙΝΗ

Δεν έχει προηγούμενο ή επόμενο. Ανήκει στη μοναδικότητά της.
Είναι στο θέατρο ό,τι ο Καβάφης ή ο Κάλβος ή ο Καρυωτάκης
στη λογοτεχνία· ανεπανάληπτη και μοναχική.
Κώστας Γεωργουσόπουλος

Αν ήμουνα θρήσκος, θα έλεγα πως
όποιος δεν έχει γοητευτεί από τη Λαμπέτη θα πάει στην Κόλαση.
Παύλος Μάτεσις

Κάθε φορά που την ανταμώνω, πιάνω τα χείλη μου, τη γλώσσα μου
να συλλαβίζουν ξανά και ξανά τη λέξη «μαγεία».
Και δεν είναι η λάμψη που ’ρχεται απ’ τη σκηνή και καθηλώνει.
Είναι η λάμψη που βγαίνει απ’ αυτό το ίδιο το αδύνατο κορμί
τα χέρια της, τις χειρονομίες, τα μάτια, τη φωνή, όλα.
Είναι η λάμψη μιας αγιοσύνης, που ξέρω πως δεν υπάρχει
κι ωστόσο κάνω πως το αγνοώ.
Λευτέρης Παπαδόπουλος

Το διάφανο πλάσμα που ήρθε από έναν μακρινό πλανήτη
ίσως απ’ τον Άρη ή μπορεί κι απ’ την Ανδρομέδα
για να φέρει μια εξωγήινη διάσταση στο ελληνικό θέατρο.
Φρέντυ Γερμανός

Η μεταφυσική και συνάμα αισθησιακή γυναίκα.
Φρίντα Μπιούμπι 

Είναι το είδος του ηθοποιού που δεν θα απευθυνθεί
παρά μονάχα σε ευαίσθητους ανθρώπους.
Δεν μπορεί σε μη ευαίσθητους ανθρώπους ν’ αρέσει η Λαμπέτη.
Γιατί είναι πολύ ευαίσθητη, πολύ αισθαντική.
Δημήτρης Χορν

Λεπτή σαν μίσχος και ευαίσθητη σαν λουλουδάκι στον άνεμο.
Ιάσωνας Τριανταφυλλίδης

Θυμάμαι πάντα την Έλλη σαν αερικό.
Είχε κάτι το απόκοσμο η κίνησή της.
Ήταν σαν να μετατοπίζει το κενό του αέρα.
Κάρολος Κουν

Ήταν το πιο αρωματικό πλάσμα που έχω γνωρίσει στη ζωή μου.
Μύριζε γάλα παιδιού και γιασεμί.
Μιχάλης Κακογιάννης

Είναι η προσωποποίηση του ρήματος «αισθάνομαι».
Δεν γνώριζε τίποτα άλλο παρά το αισθάνομαι.
Ήταν μια χορδή τεντωμένη
που μπορούσε να παίξει όλες τις νότες και όλες τις μελωδίες.
Και συγχρόνως να εκπέμψει όλα τα συναισθήματα.
Βασίλης Τσιβιλίκας

Είσαι σαν το τόξο.
Τεντώνει τη χορδή του κι αφήνεται με τέχνη
για να τινάξει το βέλος στο στόχο.
Εσένα όμως δεν σε νοιάζει ο στόχος.
Αν τύχει να ’ναι μεγάλος και μακρινός, πάει καλά.
Σου φτάνει να ναρκισσεύεσαι πάνω στις καμπύλες του
να ταξιδεύεις πάνω στην τροχιά του, ανεξάρτητα από τον προορισμό.
Τανυσμένη, όλη ένα νεύρο…
Λιάνα Κανέλλη

Θα τη θυμόμαστε ποτέ μάγισσα του ονείρου
να σπέρνει τη ζωή μας μ’ ιδανικές φωνές και χειρονομίες ανεπαίσθητες
όταν ντυνόμαστε και πάλι τα παιδικά μας μάτια
πότε πολεμιστή πικραμένο στα στερνά του να μας προειδοποιεί
ποτέ να μην παραμελήσουμε αυτό το λίγο ή πολύ χάρισμα που μας δόθηκε.
Ανδρέας Λαμπέτης


Δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα Monopoli.gr στην επέτειο των 40 χρόνων από τον θάνατό της, στις 3 Σεπτεμβρίου 2023:


Υποσημειώσεις:

1. «Μια αγιότητα» είχε πει ο Οδυσσέας Ελύτης για εκείνη. Ενώ ο Γιώργος Σεφέρης τής είχε στείλει επιστολή μετά την παράσταση «Λεωφορείον ο Πόθος» (1965), μαγεμένος από την ερμηνεία της…

2. Το 1946 ο Άγγελος Σικελιανός είχε παρακολουθήσει επανειλημμένα την παράσταση «Γυάλινος Κόσμος» του Ουίλιαμς στο θέατρο Τέχνης. «Έρχομαι για να καταλάβω πώς σβήνει τα κεριά το κορίτσι αυτό. Είναι το πιο ποιητικό πράγμα που είδα ποτέ μου» έλεγε ο ποιητής αναφερόμενος σε μια φαινομενικά απλή σκηνή που η πρωταγωνίστρια έσβηνε το κερί δίπλα στον κοιμισμένο αδερφό της. «Η Έλλη έκανε πάντα κάτι αναπάντεχο» είχε δηλώσει ο Κάρολος Κουν που τον υποδυόταν και σκηνοθετούσε την παράσταση. «Ο Σικελιανός το λέει στον Σεφέρη κι εκείνος στον Καζαντζάκη. […] Η Λαμπέτη βλέπει σαστισμένη να έρχονται στο καμαρίνι της σοβαροί κύριοι που τους ήξερε μόνο απ’ τα γραπτά τους – ο Θεοτοκάς, ο Βενέζης, ο Ελύτης, ο Καραγάτσης» γράφει ο βιογράφος της Φρέντυ Γερμανός.

3. Το 1952 ο τότε πρωθυπουργός Νικόλαος Πλαστήρας είχε παρακολουθήσει την παράσταση «Το Κουρέλι» του Νικοντέμι στο θέατρο Μουσούρη και είχε συγχαρεί την πρωταγωνίστρια Έλλη Λαμπέτη για την ερμηνεία της.

4. «Ιδού η νέα Σάρα Μπερνάρ» είχε πει η Μαρίκα Κοτοπούλη τη βραδιά της πρεμιέρας της παράστασης «Η Χάνελε πάει στον Παράδεισο» (1942). Για τη μαθήτριά της η οποία έκανε το θεατρικό της ντεμπούτο ως πρωταγωνίστρια.

5. Οι Χρυσές Σφαίρες αποτελούν το βραβείο ανταποκριτών ξένου Τύπου στο Χόλλυγουντ. Είναι τα δεύτερα πιο σημαντικά κινηματογραφικά βραβεία στην Αμερική, μετά τα βραβεία Όσκαρ.

6. Τα βραβεία της Βρετανικής Ακαδημίας Τεχνών Κινηματογράφου και Τηλεόρασης (British Academy of Film and Television Arts – BAFTA) θεωρούνται τα βρετανικά αντίστοιχα των Όσκαρ. Η Λαμπέτη ήταν υποψήφια το 1960 στην κατηγορία «Ξένη Ηθοποιός» για την ερμηνεία της στην ταινία «Ζήτημα Αξιοπρέπειας» (όπως τιτλοφορήθηκε το «Τελευταίο Ψέμα» στη Μεγάλη Βρετανία). Το βραβείο είχε κερδίσει η Σίρλεϊ Μακ Λέιν για την ερμηνεία της στην ταινία «Ό,τι επιθυμεί κάθε γυναίκα».

7. Το Έπαθλο «Μαρίκα Κοτοπούλη» απονεμήθηκε στην Έλλη Λαμπέτη για τις ερμηνείες της τη διετία 1949-1951 στα έργα «Η Κληρονόμος» και «Πεγκ, Καρδούλα μου».

8. Η Έλλη Λαμπέτη είχε βραβευτεί τον Αύγουστο του 1980 και από το Φεστιβάλ Ιθάκης για την πολύχρονη καλλιτεχνική προσφορά της.

9. Από σαιξπηρικούς ρόλους η Λαμπέτη είχε παίξει μόνο εκείνον της Οφηλίας στον «Άμλετ», που παρουσιάστηκε σε περιοδεία το 1954-1955 στη Θεσσαλονίκη, την Λευκωσία, την Αλεξάνδρεια, το Κάιρο και την Κωνσταντινούπολη από τον θίασο Χορν-Λαμπέτη-Παππά.

10. «Ό,τι και να παίξει η Λαμπέτη, εμένα μου θυμίζει την Αντιγόνη του Σοφοκλή» είχε γράψει ο θεατρικός συγγραφέας Παύλος Μάτεσις.

11. Η Έλλη Λαμπέτη έπαιξε μονόπρακτα του Ζαν Κοκτώ («Η Ανθρώπινη Φωνή», «Η Ψεύτρα», «Την Έχασα»), του Μπέρτολτ Μπρεχτ («Η Εβραία»), του Αντόν Τσέχοφ («Όλυα, Μια Ψυχούλα», «Αίτηση Γάμου»), του Άουγκουστ Στρίντμπεργκ («Η Πιο Δυνατή»), του Ευγένιου Ο’ Νηλ («Στις Θάλασσες του Βορρά»), του Τζέιμς Μπάρι («Ο Γάμος της Μπάρμπαρα») και της Κάθριν Μάνσφιλντ («Μις Μπριλ»). Ο κριτικός θεάτρου Κώστας Γεωργουσόπουλος έγραφε: «Θυμάμαι εκείνα τα δύο τηλεφωνήματα στην “Ανθρώπινη Φωνή” του Κοκτώ και στην “Εβραία” του Μπρεχτ. Κι άλλες ηθοποιοί έπαιξαν αυτούς τους ρόλους. Μόνο η Λαμπέτη μετέτρεψε το ακουστικό του τηλεφώνου σε θεατρικό πρόσωπο. Έστηνε η φωνή της, επικοινωνώντας με τον αόρατο συνομιλητή, ήθη και διάνοιες, ακόμη και πρόσωπα με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Με τη φωνή της καλούσε από το χάος και έπλαθε μπροστά μας πλάσματα ανθρώπινα, με σάρκα και οστά».

12. Η «Μαμζέλ Πέπσυ» του Εντμόν Βικτόρ, που ανέβηκε την περίοδο 1966-1967 στο θέατρο Διονύσια, θεωρείται η μεγαλύτερη εμπορική επιτυχία της καριέρας της. Το έργο είχε φτάσει τις 400 παραστάσεις – ένα νούμερο μυθικό για την εποχή. Επίσης είναι ίσως το πιο αντιπροσωπευτικό από όλα τα μπουλβάρ στα οποία πρωταγωνίστησε. «Παντρεύει τη σκανταλιά, που έχει έμφυτη μέσα της, με τη θεατρική πείρα είκοσι πέντε χρόνων. Παίζει με το βλέμμα της, με τις παύσεις της, με το λύγισμα του ποδιού της. Ακόμη και τη στιγμή που φεύγει, με την πλάτη γυρισμένη στο κοινό, είναι σαν να χορεύει Τσαϊκόφσκι» σημείωνε χαρακτηριστικά ο Φρέντυ Γερμανός στη βιογραφία της.

13. «Για πάρα πολύ καιρό, το θεατρόφιλο κοινό της Αθήνας είχε χωριστεί σε δύο αντίπαλα στρατόπεδα, τους λαμπετικούς και τους μελινικούς, στους λάτρεις της εσωτερικότητας και της ευαίσθητης ερμηνείας, και στους οπαδούς της μεγαλειώδους και εκρηκτικής σκηνικής παρουσίας» παρατηρεί η Φρίντα Μπιούμπι που βιογράφησε και τις δύο ηθοποιούς. «Η Μελίνα τη ζήλευε για το ταλέντο της: “Έπαιζα στο Παρίσι και αναρωτιόμουνα τι κάνει η Λαμπέτη στην Αθήνα” θα της πει ύστερα από χρόνια» γράφει ο Φρέντυ Γερμανός στη βιογραφία της δεύτερης. Σίγουρα, οι θεατρικές τους καριέρες ήταν παράλληλες. Της Μελίνας διήρκησε από το 1944 έως το 1980 και της Λαμπέτη από το 1942 έως το 1981. Επομένως, και οι δύο ανέβηκαν για πρώτη φορά στο σανίδι κοντά στο τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου (η Λαμπέτη στην Κατοχή, η Μελίνα με την Απελευθέρωση) και κατέβηκαν για τελευταία λίγο πριν από την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία (η Λαμπέτη με την άνοδο).

14. Ο χαρακτηρισμός «δραματική ενζενί» ανήκει στη σκηνοθέτρια Ρούλα Πατεράκη. Η ίδια αυτοχαρακτηριζόταν ως «κομεντιέν» (βλέπε υποσημείωση 16).

15. Η Έλλη Λαμπέτη είχε πρωταγωνιστήσει στο μιούζικαλ «Γλυκιά Ίρμα» των Μπρεφόρ-Μονό το 1972 στο θέατρο Μπρόντγουεϊ.

16. «Είσαι γεννημένη για να γίνεις μια μεγάλη Ηλέκτρα», της είχε πει η δασκάλα της Μαρίκα Κοτοπούλη. «Όταν έπαιζε την Πολυξένη, η Κοτοπούλη κρεμόταν από τα χείλη της. Τη μάγευε» θυμόταν επίσης η Ολυμπία Παπαδούκα, συμμαθήτριά της στη σχολή, που συμμετείχε στις πρόβες της «Εκάβης». Εκείνη, όμως, από την αρχή της καριέρας της φέρεται να είχε εκμυστηρευτεί στον Ντίνο Δημόπουλο την πρόθεσή της να μην παίξει αρχαίους ρόλους: «Στη δουλειά μας δεν μ’ αρέσουν οι μεγάλες κραυγές. Προτιμώ τα ημιτόνια. Γι’ αυτό, άλλωστε, μ’ όλο τον θαυμασμό μου στην αρχαία τραγωδία, φοβάμαι πως δύσκολα θα αποφασίσω να ερμηνεύσω μια τραγική ηρωίδα. Δεν είναι στις φιλοδοξίες μου… Είμαι σαν ιδιοσυγκρασία πιο κοντά σ’ αυτό που λέμε στο θέατρο: Κομεντί».

17. Μια φορά στη ζωή της βρέθηκε κοντά στο να παίξει έναν αρχαίο ρόλο. Ο Μιχάλης Κακογιάννης τής είχε προτείνει να παίξει τρεις από τους τέσσερις ρόλους (την Ανδρομάχη, την Κασσάνδρα και την Ελένη) στις «Τρωάδες» του Ευριπίδη. Το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967, όμως, ματαίωσε και το σχέδιο του σκηνοθέτη να ανεβάσει την παράσταση αυτή στο Ηρώδειο. Σε μεταγενέστερη συνέντευξή του ο τελευταίος είχε πει ότι προόριζε τη Λαμπέτη και για τον ρόλο της Ιφιγένειας στην κινηματογραφική διασκευή της ομώνυμης τραγωδίας του Ευριπίδη (ρόλο που έπαιξε τελικά η Τατιάνα Παπαμόσχου).

18. Ο δίδυμος αδερφός της Λαμπέτη πέθανε δεκαεπτά ετών από φυματίωση, η μητέρα της από αδέσποτη σφαίρα στα Δεκεμβριανά, ο πατέρας της από εγκεφαλικό, δύο αδερφές της από καρκίνο του μαστού και μία από τροχαίο. Η ίδια επίσης είχε περάσει φυματίωση, γαστρορραγία, πάρεση και μετά την είδηση του θανάτου της μίας αδερφής της έχασε για ένα διάστημα το φως της.

19. Η φωτογραφία με τη λάμπα είναι στιγμιότυπο παράστασης από το έργο «Η Κληρονόμος» του Γκέτς, που ανέβασε το 1949 και το 1962. «Η ηρωίδα, η Κάθριν Σλόπερ, εγκαταλείπεται απ’ τον εραστή της, αλλά στην τρίτη σκηνή θα του γυρίσει την πλάτη. Η αυλαία πέφτει καθώς ο άτακτος μνηστήρας που γύρισε μετανιωμένος βροντάει την πόρτα κι εκείνη ανεβαίνει τη σκάλα με μια λάμπα στο χέρι – δωρική και αλύγιστη σαν αρχαία ηρωίδα. […] Είναι μια κλασική σκηνή, που η κίνηση της Λαμπέτη τής δίνει μια μεταφυσική μαγεία. Εκείνο το αργό ανέβασμα της σκάλας, με την παλιά λάμπα στο χέρι, είναι σαν το βούλιαγμα μιας ψυχής. Κάθε βράδυ το κοινό ξεσπάει σε χειροκροτήματα – η αυλαία ανοιγοκλείνει κάμποσες φορές» (Φρέντυ Γερμανός, «Έλλη Λαμπέτη», Κάκτος, 1996).

20. Στις εξετάσεις της στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου είχε απαγγείλει το ποίημα «Παιδικά Δάκρυα» του Ιωάννη Πολέμη. Στις εξετάσεις της στη Σχολή Κοτοπούλη είχε απαγγείλει το ποίημα «Ο Πραματευτής» του Ιωάννη Γρυπάρη.

21. Η Μαρίκα Κοτοπούλη είχε παίξει μαζί της στο ονειρόδραμα του Χάουπτμαν «Η Χάνελε πάει στον Παράδεισο», όπου έκανε ουσιαστικά το ντεμπούτο της ως πρωταγωνίστρια. Ήταν τέτοια η σχέση τους που την αποκαλούσε κόρη της. «Προέρχομαι από τη Μαρίκα Κοτοπούλη» παραδεχόταν και η ίδια σε συνέντευξή της. «Κι είναι λίγα χρόνια που κατάλαβα πόσα έχει κάνει για μένα. Πόση σημασία έχει να σου δώσει κάποιος σαν κι εκείνη την αρχή, την άκρη του νήματος!» υπογράμμιζε. Λίγο πριν πεθάνει είχε εκφράσει και τη συγκλονιστική επιθυμία να ταφεί δίπλα της…

22. Ο Κάρολος Κουν είχε σκηνοθετήσει την Έλλη Λαμπέτη την περίοδο 1946-1948 στο θέατρο Τέχνης στα εξής έργα: «Εμείς κι ο Χρόνος» του Πρίσλεϊ, «Γυάλινος Κόσμος» του Ουίλιαμς, «Αντιγόνη» του Ανουίγ, «Ο Γάμος της Μπάρμπαρα» του Μπάρι, «Αίτηση Γάμου» του Τσέχοφ, «Στις Θάλασσες του Βορρά» του Ο’ Νηλ, «Το Φιόρο του Λεβάντε» του Ξενόπουλου, «Ήταν Όλοι τους Παιδιά μου» του Μίλερ, «Ζωή με τον Πατέρα» των Λίντσεϊ-Κρουζ, «Ο Ανακριτής Έρχεται» του Πρίσλεϊ και «Ματωμένος Γάμος» του Λόρκα. Για τη συνεργασία του μαζί της είχε δηλώσει: «Με την Έλλη Λαμπέτη μάς συνδέει ένας πολύ στενός καλλιτεχνικός δεσμός. Βοήθησε το Θέατρο Τέχνης στα τρία χρόνια που συνεργάστηκε μαζί του το 1946 κι από εκεί αναδείχτηκε. Μοναδική στη σκηνή με εξαιρετικές ευαισθησίες».

23. «Αυτό το παράξενο θεατρικό πλάσμα μάς έκανε στο έργο του Λόρκα να νιώσουμε ότι η πλατεία Καρύτση συνορεύει με τα Πυρηναία» είχε γράψει ο Αιμίλιος Χουρμούζιος στην «Καθημερινή» για την ερμηνεία της στον «Ματωμένο Γάμο» το 1948. «Για πρώτη φορά στη ζωή μου ένιωσα τον κόσμο να κρατάει την ανάσα του στην πλατεία» έλεγε χαρακτηριστικά και η ίδια.

24. Στον θίασο του Κώστα Μουσούρη η Έλλη Λαμπέτη έπαιξε τα εξής έργα την περίοδο 1944-1946: «Τόπο στα Νιάτα» της Φοντόρ, «Χαΐλ Χίτλερ» των Ευαγγελίδη-Σακελλάριου, «Η Μεγάλη Στιγμή» του Λιδωρίκη, «Οι Έμποροι της Δόξας» των Πανιόλ-Νιβουά, «Η Κυρία Προέδρου» των Εννεκέν-Βέμπερ, «Μποέμ» του Μορντό. Και τα εξής την περίοδο 1949-1952: «Η Κληρονόμος» του Γκέτς, «Η Ανθρώπινη Φωνή» του Κοκτώ, «Λίλιομ» του Μολνάρ, «Ένας Αξιοθαύμαστος Υπηρέτης» του Μπάρι, «Πεγκ, Καρδούλα μου» του Χάρτλεϊ Μάνερς, «Χαμένοι στο Σκοτάδι» του Βίνσεντ Κάρολ και «Το Κουρέλι» του Νικοντέμι.

25. Η Έλλη Λαμπέτη συμμετείχε και στον θίασο της Κατερίνας. Την περίοδο 1948-1949 στα έργα: «Ο Απόλλων του Μπελάκ» του Ζιροντού, «Χρυσή μου Ρουθ» του Κράσνα, «Φθινοπωρινή Παλίρροια» της ντυ Μωριέ και «Οι Τρομεροί Εραστές» του Κάουαρντ. Και την περίοδο 1972-1973 στα έργα: «Τυφλόμυγα» του Λίκμπορν και «Μικρές Αλεπούδες» της Χέλμαν. Από τις βιογραφίες της, όμως, προκύπτει ότι η συνεργασία με την Κατερίνα Ανδρεάδη δεν ήταν αρμονική. Και ότι επιτυχία γνώρισαν μόνο οι «Μικρές Αλεπούδες».

26. Η Έλλη Λαμπέτη έπαιξε και στο Εθνικό Θέατρο την περίοδο 1948-1949. Τη Ροζίνα στον «Κουρέα της Σεβίλλης» του Μπομπαρσέ και τη Φανίτσα στους «Φοιτητές» του Ξενόπουλου. Στο ερώτημα γιατί δεν παρέμεινε στο Εθνικό Θέατρο είχε απαντήσει σε συνέντευξή της: «Δεν έμεινα γιατί δεν θέλω να γίνω δημόσιος υπάλληλος. Εκεί μέσα κονσερβοποιείσαι άσχημα και γίνεσαι ένας υπαλληλίσκος χωρίς προσωπικότητα… Πας στην πρώτη του μήνα και εισπράττεις τον μισθό σου. Προσωπικότητα μηδέν…»

27. Ο Μάριος Πλωρίτης είχε σκηνοθετήσει την Έλλη Λαμπέτη στα εξής θεατρικά έργα: «Βαθιά Γαλάζια Θάλασσα» του Ράτιγκαν, «Ξενοδοχείο η Ευτυχία» του Ζιλμπέρ Σοβαζόν, «Νόρα» του Ίψεν, «Αγαπούλα» του Σνίτσλερ, «Η Μικρή μας Πόλη» του Γουάιλντερ και «Ανοιξιάτικο Τραγούδι» του Βαν Ντρούτεν. Και είχε μεταφράσει τα εξής έργα στα οποία πρωταγωνίστησε: «Αντιγόνη» του Ανουίγ, «Η Κληρονόμος» του Γκετς, «Η Ανθρώπινη Φωνή» του Κοκτώ, «Ένας Αξιοθαύμαστος Υπηρέτης» του Μπάρι, «Χαμένοι στο Σκοτάδι» του Βίνσεντ Κάρολ, «Το Κουρέλι» του Νικοντέμι, «Βαθιά Γαλάζια Θάλασσα» του Ράτιγκαν, «Ξενοδοχείο η Ευτυχία» του Ζιλμπέρ Σοβαζόν, «Ζιζή» της Λους, «Οντίν» του Ζιροντού, «Σαμπρίνα» του Τέιλορ, «Μαμζέλ Πέπσι» του Εντμόν Βικτόρ, «Το Άνθος του Κάκτου» των Μπαριγιέ-Γκρεντί, «Τσιν-Τσίν» του Μπιγιεντού και «Η Τυφλόμυγα» του Λίκμπορν.

28. Για τις πιο γνωστές θεατρικές της επιτυχίες η ίδια δήλωνε: «Θυμάμαι όταν παρουσιάζαμε με τον Κουν εκείνες τις υπέροχες παραστάσεις – τον “Γυάλινο Κόσμο”, τον “Ματωμένο Γάμο”, την “Αντιγόνη”. Ήταν τεράστιες επιτυχίες γιατί τα παίζαμε δύο μήνες. Και εθεωρείτο ρεκόρ να παίζεται δύο μήνες ένα έργο. Όταν έπαιξα με τον Μουσούρη την “Κληρονόμο” και το έργο κράτησε τέσσερις μήνες ήταν το ρεκόρ σ’ όλη την Ελλάδα. Τέσσερις μήνες δεν είχε κρατήσει κανένα έργο. Όταν παίζαμε το “Πεγκ, Καρδούλα μου” μια ολόκληρη σεζόν, όλοι έτριβαν τα μάτια τους. Δεν είχε ξαναγίνει ποτέ…»

29. Η «Κληρονόμος» του Γκετς και το «Πεγκ, Καρδούλα μου» του Χάρτλι Μάνερς ήταν τα έργα που εξασφάλιζαν στην πρωταγωνίστρια την επιτυχία. Γι’ αυτό, στις αρχές της δεκαετίας του 1960, έχοντας πλέον χωρίσει από τον Δημήτρη Χορν, τα ανέβασε ξανά αποσπώντας εκ νέου εγκωμιαστικές κριτικές για την ερμηνεία της.

30. Ο Κώστας Καρράς υπήρξε βασικός συμπρωταγωνιστής της Έλλης Λαμπέτη στο θεατρικό σανίδι μετά τον χωρισμό της από τον Δημήτρη Χορν. Έπαιξε μαζί της στα εξής έργα: «Ξυπόλυτη στο Πάρκο» (1964), «Λεωφορείον ο Πόθος» (1965), «Αγία Ιωάννα» (1966), «Μαμζέλ Πέπσυ» (1966), «Θυμήσου τον Σεπτέμβρη» (1967) και «Σαράντα Καράτια» (1968). Η Λαμπέτη στην αφήγησή της στη Φρίντα Μπιούμπι («Η Τελευταία Παράσταση», Εξάντας, 1983) τον κατηγορεί ότι προσποιήθηκε τον ερωτευμένο μαζί της και μιλάει με πολύ άσχημα λόγια για τον χαρακτήρα του. Και παρότι αναγράφεται η επιθυμία της να μην αναφερθεί το όνομά του, εκείνος φωτογραφίζεται με τα αρχικά του σε υποσημείωση της βιογράφου…

31. Τον ρόλο της Μπλανς Ντιμπούα στο έργο «Λεωφορείον ο Πόθος» του Ουίλιαμς είχε παίξει πρώτη στον κόσμο η Τζέσικα Τάντυ το 1947 στη Νέα Υόρκη. Πρώτη Μπλάνς στην Ελλάδα ήταν η Μελίνα Μερκούρη το 1949. Και στον κινηματογράφο η Βίβιαν Λι το 1951. Η Έλλη Λαμπέτη είχε δει το ανέβασμα του 1949 με τη Μελίνα και –σύμφωνα με τον βιογράφο της, Φρέντυ Γερμανό– είχε ζηλέψει το έργο. Γι’ αυτό και θα σκηνοθετούσε τον εαυτό της στον ίδιο ρόλο μετά από δεκαέξι χρόνια.

32. Για τον ρόλο της Μπλανς η ίδια αφηγείτο: «Το Λεωφορείον ο Πόθος ήταν η πιο σημαντική δουλειά μου. Τι τράβηξα σ’ αυτό το έργο! Αρρώστησα – δεν άντεξα· ήταν και πολύ δραματικό. Εκεί που της δίνει αυτός έναν φάκελο κι αυτή νομίζει πως είναι κάποιο δώρο, αλλά έχει μέσα το εισιτήριό της για να φύγει… Πυρπολήθηκα μ' αυτόν τον ρόλο. Είχα αδυνατίσει, είχα φτάσει τα σαρανταπέντε κιλά».

33. Η Αλίκη Βουγιουκλάκη ανέβασε έξι θεατρικά έργα που είχε ανεβάσει και η Έλλη Λαμπέτη κρατώντας τον ίδιο ρόλο με εκείνη: Τον «Τόπο στα Νιάτα» (το 1959 και το 1967), το «Νυφικό Κρεβάτι» (το 1976), την «Κυρία με τις Καμέλιες» (το 1982), τη «Φιλουμένα Μαρτουράνο» (το 1986), τα «Σαράντα Καράτια» με τον τίτλο «Λίγο Πιο Νωρίς, Λίγο Πιο Αργά» (το 1987) και τη «Μις Πέπσι» (το 1992). Σε συνέντευξή της είχε δηλώσει: «Η Έλλη Λαμπέτη, που για μένα είναι η μεγαλύτερη ηθοποιός, σχεδόν πάντα έπαιζε μπουλβάρ».

34. Απαντώντας στην ερώτηση γιατί ξεκινούσε μία σεζόν με κωμωδία, η Λαμπέτη έλεγε: «Στο εξωτερικό η ανώτερη διάκριση για έναν καλό καλλιτέχνη είναι η διαπίστωση ότι παίζει καλά την κωμωδία. Όταν βέβαια έχεις ένα κείμενο βαρύ, όπως του Σαίξπηρ, λίγο έμπειρος να είσαι, κάπως τα καταφέρνεις. Έχεις κείμενο. Όταν όμως έχεις να παίξεις ένα “τίποτα”, τότε χρειάζεσαι το ταλέντο. Ύστερα, για ρωτήστε και μένα για τα δράματα. Όταν παίζω βαρύ έργο, πονάει συνεχώς το στομάχι μου και τα νεύρα μου πάνε και έρχονται. Πρέπει να παίξω και την κωμωδία για να συνέλθω λίγο. Δεν είναι μικρό πράγμα να παίζεις συνεχώς τόσο έντονα… Είμαστε άνθρωποι κι εμείς…»

35. Ο Μιχάλης Κακογιάννης σκηνοθέτησε την Έλλη Λαμπέτη στις εξής θεατρικές παραστάσεις: «Αριστοκρατικός Δρόμος» (1956), «Βροχοποιός» (1956), «Ζιζή» (1957), «Η Κυρία με τις Καμέλιες» (1959), «Ξυπόλυτη στο Πάρκο» (1964) και «Δεσποινίς Μαργαρίτα» (1975). Από την «Κυρία με τις Καμέλιες» είχε την εξής ανάμνηση: «Η Έλλη ήταν καλλονή. Κι έκανε μαγικά πράγματα. Θυμάμαι μια εικόνα που δεν υπήρχε στο έργο την οποία δημιούργησε μόνη της. Ο Αρμάνδος (Χορν) έβγαινε από τη σκηνή κι εκείνη, ζητώντας μια κάπα από την οικονόμο της, πηγαίνει να βρει τον νέο εραστή της. Δεν έκλεινε όμως την πόρτα, επέστρεφε αμέσως φορτισμένη με όλες τις ενοχές για τον έρωτά της. Έμενε ακίνητη για λίγο και μετά έβγαινε οριστικά χωρίς να πει λέξη. Μόνο ηθοποιοί μεγάλης ευαισθησίας και με τεράστιο σκηνικό ένστικτο μπορούν να λειτουργήσουν έτσι».

«Σχεδόν την ερωτεύτηκα.
Ήταν μια χημική ένωση που άναψε ανάμεσά μας και δεν έσβησε ποτέ…»
Μιχάλης Κακογιάννης, για την πρώτη φορά που την είδε στο σανίδι.

36. Στο θεατρικό σανίδι τη σκηνοθέτησαν επίσης ο Μίνως Βολανάκης («Ο Βυσσινόκηπος», «Η Προξενήτρα»), ο Αλέξης Σολομός («Η Κληρονόμος», «Η Ανθρώπινη Φωνή», «Λίλιομ», «Ένας Αξιοθαύμαστος Υπηρέτης»), ο Πολ Σίλμπερτ («Το Νυφικό Κρεβάτι», «Το Παιχνίδι της Μοναξιάς», «Το Θαύμα της Άννυ Σάλιβαν», «Ατλαζένιο Γοβάκι»), ο Ντίνος Δημόπουλος («Τσιν-Τσιν», «Μια Λαίδη στο Σφυρί», «Μικρές Αλεπούδες»), ο Παντελής Βούλγαρης («Σάρα: Τα Παιδιά ενός Κατώτερου Θεού»), ο Δημήτρης Μαλαβέτας («Γλυκιά Ίρμα»), ο Μάνος Κατράκης («Φθινοπωρινή Ιστορία») και άλλοι σκηνοθέτες.

37. Σε ορισμένα θεατρικά έργα σκηνοθέτησε και η ίδια τον εαυτό της στο σανίδι, όπως στο «Λεωφορείον ο Πόθος» το 1965. «Παρακάλεσα τον Χορν, δεν ήθελε. Όποιον ήθελα εγώ, δεν μπορούσε» αφηγείτο μιλώντας για την αναζήτηση σκηνοθέτη για το συγκεκριμένο έργο. Επίσης, φέρεται να είχε δηλώσει σχετικά: «Δεν μου χρειάζονται εμένα οι σκηνοθέτες στο θέατρο!». Εξαιρώντας τον Κακογιάννη, «που ήταν κάτι άλλο».

38. «Είσαι η πιο ερωτική κωφάλαλη που πέρασε ποτέ απ’ το ελληνικό θέατρο – από κάθε ίσως θέατρο», της είχε πει ο Μάνος Χατζιδάκις για τον ρόλο της Σάρας.

39. Το 1942 ήταν η πρώτη της εμφάνιση στο σανίδι, στο θέατρο Κοτοπούλη-Ρεξ. Στη μουσική κωμωδία «Ταξίδι Γάμου» του ντε Φρις, όπου έπαιζε τον βοηθητικό ρόλο μιας πωλήτριας στον σταθμό. Την ίδια χρονιά και στο ίδιο θέατρο πρωταγωνίστησε στο ονειρόδραμα «Η Χάνελε πάει στον Παράδεισο» του Χάουπτμαν. Το 1981 ήταν η τελευταία της εμφάνιση, στο θέατρο Σούπερ Σταρ. Στο έργο «Σάρα: Τα Παιδιά ενός Κατώτερου Θεού» του Μέντοφ, όπου υποδυόταν την κωφάλαλη του τίτλου. 

40. Ο Λευτέρης Βογιατζής, συμπρωταγωνιστής της στο έργο «Σάρα: Τα Παιδιά ενός Κατώτερου Θεού» του Μέντοφ, είχε δηλώσει: «Ένα σπάνιο χαρακτηριστικό που είχε ήταν το πάθος της για την έρευνα αυτού που έκανε, του οποιουδήποτε ρόλου της. Ήταν δυνατόν –κι αυτό μου συνέβη στις προετοιμασίες της Σάρας– να μιλάς μαζί της για άσχετα πράγματα και ξαφνικά να σου πετάξει μια παρατήρηση, μια σκέψη της για τον ρόλο της, πράγμα που αποδείκνυε ότι η δουλειά την απασχολούσε συνεχώς, έστω και χωρίς να το δείχνει… Για μένα, το ουσιαστικό της στοιχείο ήταν η μανία της να ερευνά τα πάντα και η προσήλωσή της στη σκηνή».

41. Για να έχουμε ένα μέτρο σύγκρισης, η σύγχρονή της Μελίνα Μερκούρη είχε γυρίσει 19 ταινίες, δηλαδή σχεδόν τις διπλάσιες από την Έλλη Λαμπέτη.

42. Η τελευταία ταινία στην οποία πρωταγωνίστησε η Έλλη Λαμπέτη ήταν το «Μια Μέρα, ο Πατέρας μου» του Φρέντερικ Γουέικμαν. Προβλήθηκε το 1968 από τους κινηματογράφους και ήταν η μοναδική έγχρωμη της καριέρας της. Αλλά δεν την έχουμε δει ποτέ μέχρι σήμερα από την ελληνική τηλεόραση.

43. Τα «Ματωμένα Χριστούγεννα» έκοψαν περισσότερα εισιτήρια (178.562) από κάθε άλλη ταινία της περιόδου 1951-1952. Ομοίως, το «Κυριακάτικο Ξύπνημα» περισσότερα (103.252) από κάθε άλλη της περιόδου 1953-1954. Και η «Κάλπικη Λίρα» περισσότερα (208.410) από κάθε άλλη της περιόδου 1954-1955. Επομένως, τρεις ταινίες με πρωταγωνίστρια την Έλλη Λαμπέτη είχαν την πρωτιά στα εισιτήρια στο πρώτο μισό της δεκαετίας του 1950. Αξίζει να σημειωθεί ότι στην πρώτη πεντάδα των εισιτηρίων πλασαρίστηκαν άλλες δύο ταινίες της, στο δεύτερο μισό της ίδιας δεκαετίας. Το «Κορίτσι με τα Μαύρα» ήταν στην τέταρτη θέση (με 87.552) την περίοδο 1955-1956, που είχε έρθει πρώτη η «Στέλλα» (με 134.142). Και το «Τελευταίο Ψέμα» στην πέμπτη θέση (με 50.156) την περίοδο 1957-1958, που είχε έρθει πρώτη η «Θεία από το Σικάγο» (με 142.459).

44. Περισσότερα εισιτήρια από την «Κάλπικη Λίρα» (208.410) είχε κόψει προηγούμενα μόνο ο «Μεθύστακας» (304.438). Ταινία κι αυτή του Γιώργου Τζαβέλλα, η οποία είχε προβληθεί το 1950, δηλαδή πέντε χρόνια πριν από την «Κάλπικη Λίρα».

45. Το πορτραίτο της Έλλης Λαμπέτη με τίτλο «Σ’ Αγαπώ», που υποτίθεται ότι ζωγραφίζει ο Δημήτρης Χορν στο τελευταίο σκετς της «Κάλπικης Λίρας», είχε φιλοτεχνηθεί από τον ζωγράφο Αλέκο Κοντόπουλο. Σε τηλεοπτική εκπομπή του Φρέντυ Γερμανού («Πρώτη Σελίδα», ΕΡΤ, 1984) βλέπουμε να διασώζεται στο σπίτι της αδερφής της Λαμπέτη, Αντιγόνης Λούκου.

46. Ο Γιώργος Τζαβέλλας θεωρείται ο μόνος από τους σκηνοθέτες της εποχής του Μιχάλη Κακογιάννη που μπορεί να συγκριθεί μαζί του, με κριτήριο τη διεθνή αναγνώριση των ταινιών του. Μάλιστα, είχε μεταφέρει πρώτος αρχαία τραγωδία στον κινηματογράφο και οι ταινίες του, ακόμα κι αν δεν συμμετείχαν στο Φεστιβάλ Καννών, ούτε ήταν ποτέ υποψήφιες για Όσκαρ, προβλήθηκαν στο εξωτερικό με μεγάλη εμπορική επιτυχία. Τέλος, κοινό χαρακτηριστικό των δύο σκηνοθετών ήταν ότι γύρισαν ολιγάριθμες ταινίες (12 ο Τζαβέλλας, 15 ο Κακογιάννης), που όμως ήταν πολύ προσεγμένες και ξεχωρίζουν ως οι καλύτερες του ελληνικού κινηματογράφου.

47. Η Έλλη Λαμπέτη πρωταγωνίστησε το 1955 στην «Κάλπικη Λίρα» του Γιώργου Τζαβέλλα, επομένως χρονολογικά ανάμεσα σε δύο ταινίες του Μιχάλη Κακογιάννη. Το «Κυριακάτικο Ξύπνημα» που είχε προηγηθεί το 1954 και το «Κορίτσι με τα Μαύρα» που ακολούθησε το 1956. Η ειρωνεία της τύχης; Η πρόταση του Δημήτρη Χορν στον Μιχάλη Κακογιάννη για την πρώτη του ταινία, το «Κυριακάτικο Ξύπνημα», προέκυψε μετά την άρνηση του Γιώργου Τζαβέλλα –που είχε ήδη ευάριθμες στο ενεργητικό του– να γράψει επί παραγγελία το σενάριο μίας με ισότιμους ρόλους για τους τρεις ηθοποιούς που είχαν σχηματίσει τότε τον θίασο Λαμπέτη-Παππά-Χορν

48. Ο Μιχάλης Κακογιάννης είχε σκηνοθετήσει τις τέσσερις από τις δέκα ταινίες που έπαιξε η Έλλη Λαμπέτη, ενώ καθεμία από τις υπόλοιπες έξι έφερε την υπογραφή διαφορετικού σκηνοθέτη. Το «Κυριακάτικο Ξύπνημα» δεν ήταν μόνο η πρώτη κινηματογραφική συνεργασία τους, αλλά και η δική του πρώτη ταινία. Η Λαμπέτη είχε παίξει πριν από αυτήν και στις εξής ταινίες: «Αδούλωτοι Σκλάβοι» (1946) του Βίωνα Παπαμιχάλη (σ.σ.: η Λαμπέτη αφηγείτο ότι τη γύρισε ο Μάριος Πλωρίτης, αλλά δεν ήθελε να εμφανιστεί το όνομά του για να προστατευθεί από τη λογοκρισία – κατά μία άλλη εκδοχή δεν ολοκλήρωσε εκείνος τα γυρίσματα με τον φόβο της αποτυχίας), «Παιδιά της Αθήνας» (1947) του Τάκη Μπακόπουλου, «Διαγωγή Μηδέν» (1949) των Γιάννη Φιλίππου και Μιχάλη Γαζιάδη, και «Ματωμένα Χριστούγεννα» (1951) του Γιώργου Ζερβού (σ.σ.: πολλές φορές γράφεται εσφαλμένα ως σκηνοθέτης τους ο Γιώργος Τζαβέλλας). Μετά τη συνεργασία της με τον Κακογιάννη ξαναέπαιξε στον κινηματογράφο μόνο μία φορά, στην ταινία που σκηνοθέτησε ο δεύτερος σύζυγός της (βλέπε υποσημείωση 42).

49. Η ίδια η Λαμπέτη θεωρούσε το «Κυριακάτικο Ξύπνημα» την καλύτερή της ταινία.

50. Σύμφωνα με δημοσιεύματα του Τύπου έμελλε να πρωταγωνιστήσει και στην ταινία «Η Τελευταία Άνοιξη» του Τάκη Κανελλόπουλου (η οποία για λόγους οικονομικούς δεν γυρίστηκε ποτέ), καθώς και στο «Εκείνο το Καλοκαίρι» του Βασίλη Γεωργιάδη (στον ρόλο που έπαιξε τελικά η Έλενα Ναθαναήλ). Μάλιστα, στην τελευταία ταινία προβλεπόταν ότι θα έπαιζε με τον Αλέκο Αλεξανδράκη, με τον οποίον στο παρελθόν είχε πράγματι ερωτικό δεσμό.

51. Στη βιογραφία της από τον Φρέντυ Γερμανό διαβάζουμε ότι είχε δεχθεί και δύο προτάσεις για ταινία στο Χόλλυγουντ. Μία από έναν σκηνοθέτη που είχε κάνει ταινίες με τον Τζέιμς Ντιν (σ.σ.: δεν κατονομάζεται) και της πρότεινε τον ρόλο μιας υστερικής δασκάλας με συμπρωταγωνιστή τον Γκρέγκορι Πεκ. Και μία άλλη από την εταιρεία παραγωγής Φοξ να υπογράψει μονοετές συμβόλαιο και να πρωταγωνιστήσει στην ταινία «Επτά Μέρες του Μάη». Αν και η Λαμπέτη μπορεί όντως να απέρριψε την πρώτη πρόταση λόγω σεναρίου, σίγουρα απέρριψε τη δεύτερη για το θεατρικό κοινό της Αθήνας που την περίμενε…

52. Ο Μιχάλης Κακογιάννης έγραφε τα εξής για την κινηματογραφική τους συνεργασία: «Στις τρεις από τις τέσσερις πρώτες ταινίες μου, γυρισμένες μεταξύ του 1953 και του 1958 (εξαίρεση η “Στέλλα” το 1954), πρωταγωνίστησε η Έλλη Λαμπέτη σε ρόλους που έγραψα ειδικά γι’ αυτήν, παρασυρμένος από τη γοητεία που ασκούσε απάνω μου. Παρακολουθώντας τη στη ζωή και στο θέατρο, πίστεψα από την αρχή της γνωριμίας μας ότι ήταν προικισμένη με το είδος της ομορφιάς και τη χαρισματική εκείνη ευαισθησία που –όπως οι Τάιμς του Λονδίνου το διατύπωσαν αργότερα συγκρίνοντάς τη με τη Γκρέτα Γκάρμπο– ο κινηματογραφικός φακός δεν μπορούσε παρά να ερωτευθεί. Η πρώτη μας συνεργασία, το “Κυριακάτικο Ξύπνημα” –που ήταν και το σκηνοθετικό μου ντεμπούτο– ήταν ένα παιχνίδι που αξιοποιούσε τη δροσιά, τη θηλυκότητα και το αστραφτερό της χιούμορ μέσα στο κάδρο μιας λαχταριστής Αθήνας. Με τη δεύτερη, “Το Κορίτσι με τα Μαύρα”, πέρασα σε πολύ πιο βαθιά νερά. Επηρεασμένος από τα γεγονότα που μεσολάβησαν και που μου άνοιξαν καινούργιες πόρτες στον ψυχισμό της, έγραψα έναν ρόλο με τραγικές προεκτάσεις, συνδυάζοντας την εσωτερικότητα και τον σπαραγμό ενός καταπιεσμένου έρωτα με τον λυρισμό της σιωπής και τη λύτρωση της κραυγής. Από το πολυσύνθετο ταλέντο της και την πολυδιάστατη και αντιφατική της προσωπικότητα, άντλησα τα συστατικά για να δημιουργήσω το πορτραίτο της Χλόης, στην τρίτη ταινία, το “Τελευταίο Ψέμα”. Η φιλαρέσκεια, ο κυνισμός και η αυτοκαταστροφική διάθεση εναλλάσσονται με την ειλικρίνεια, την περηφάνεια και την αυτοθυσία, οργανικά και απόλυτα πειστικά, χάρη στην τέχνη της Λαμπέτη, που χαιρετήθηκε με διθυράμβους από τον ξένο Τύπο». 

«Σαν άνθρωπος ήταν μαγική. Ήταν και ποιητική φύση. 
Ήμουν ερωτευμένος με τη Λαμπέτη...»
Μιχάλης Κακογιάννης

53. Το «Χαμένο Κορμί» εκπροσώπησε την Κύπρο στο Φεστιβάλ Καννών. Οι προηγούμενες τρεις ταινίες του Κακογιάννη με τη Λαμπέτη («Κυριακάτικο Ξύπνημα», «Το Κορίτσι με τα Μαύρα», «Το Τελευταίο Ψέμα») είχαν εκπροσωπήσει την Ελλάδα.

54. Το «Τελευταίο Ψέμα» προβλήθηκε στη Μεγάλη Βρετανία με τον τίτλο «Ζήτημα Αξιοπρέπειας» και στη Γαλλία με τον τίτλο «Τέλος της Πίστωσης».

55. Εκτός από την Έλλη Λαμπέτη, άλλες κινηματογραφικές μούσες του Μιχάλη Κακογιάννη θεωρούνται η Ειρήνη Παππά (πρωταγωνίστρια στην τριλογία του Ευριπίδη: «Ηλέκτρα», «Τρωάδες» και «Ιφιγένεια») και η Μελίνα Μερκούρη (πρωταγωνίστρια στη «Στέλλα»).

«Πιστεύετε ότι η Έλλη Λαμπέτη ήταν αυτή που σας αντιπροσώπευε περισσότερο 
από οποιαδήποτε άλλη πρωταγωνίστρια στο έργο σας;»
– «Ναι. Απαντώ χωρίς δισταγμό…»
Μιχάλης Κακογιάννης

56. Ο Μιχάλης Κακογιάννης στην αυτοβιογραφία του γράφει για το «Χαμένο Κορμί»: «Το μυθιστόρημα του Φρεντ μού άρεσε. Ήρθε στην Αθήνα και έγραψα το σενάριο με τη συνεργασία του. Βέβαια, ο ρόλος δεν ήταν ενδεδειγμένος για τη Λαμπέτη, αλλά η σχέση πατέρα και γιου που αναλύεται είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον. […] Η Έλλη είχε καταπληκτικές στιγμές, αλλά τα αγγλικά της δεν ήταν ποτέ πειστικά. Έκανε προσπάθεια να τα προφέρει και φαινόταν. Η σκηνή της ωστόσο στην εξοχή, όταν είναι ξαπλωμένη καταγής, είναι πολύ ερωτική».

57. Σύμφωνα με αφήγηση της ίδιας της Λαμπέτη, η Μαρία Κάλλας είχε παρακολουθήσει την πρεμιέρα της ταινίας «Χαμένο Κορμί» στο Μιλάνο και είχε εκφραστεί με ενθουσιασμό για την ερμηνεία της ελληνίδας πρωταγωνίστριας.

58. «“Ο Χορν, έπρεπε να ’βλεπες, την αγκάλιασε κι αυτή δάκρυσε”. Κάπως έτσι, γυρνώντας στο σπίτι, θα περιέγραφαν οι θεατές των παραστάσεων τους ολόκληρη την ιστορία του έργου: “Την αγκάλιασε και δ9κρυσε”. Όλες κι όλες δύο λέξεις που έκλειναν μέσα τους όλες τις πράξεις του έργου». Αυτή η περιγραφή θεατή για τη θεατρική συνύπαρξη Λαμπέτη-Χορν άνηκε στη μητέρα του Δημήτρη Μπαγέρη και δημοσιεύτηκε στο βιβλίο του τελευταίου για τον Δημήτρη Χορν (Οδός Πανός, 1997).

59. Το 1942 η Έλλη Λαμπέτη ήταν κομπάρσα στα έργα «Το Ταξίδι του Γάμου» και «Αλάτι και Πιπέρι», στα οποία ο Δημήτρης Χορν πρωταγωνιστούσε. Στο «Ταξίδι του Γάμου» είχε τον ρόλο μιας πωλήτριας στον σταθμό. Στο «Αλάτι και Πιπέρι» μιας κοπέλας κομμωτηρίου. Το 1948 συμπρωταγωνίστησε μαζί του στον «Κουρέα της Σεβίλλης» και το 1949 στους «Φοιτητές». Την περίοδο 1952-1959 συγκρότησαν κοινό θίασο και έπαιξαν κατά χρονολογική σειρά τα εξής είκοσι έργα: «Η Βαθιά Γαλάζια Θάλασσα», «Ξενοδοχείον η Ευτυχία», «Νόρα», «Αγαπούλα», «Κακότυχος και Τυχερή», «Οι Τρεις Άγγελοι», «Γαλάζιο Φεγγάρι», «Ο Άνθρωπος με την Ομπρέλα», «Πρόσκληση στον Πύργο», «Το Τελευταίο Βαλς», «Νυχτερινή Επίσκεψη», «Ο Αριστοκρατικός Δρόμος», «Ο Βροχοποιός», «Η Ζιζή», «Το Νυφικό Κρεβάτι», «Ένα Ζευγάρι Παπούτσια», «Το Παιχνίδι της Μοναξιάς», «Ο Βαβάς», «Η Κυρία με τις Καμέλιες» και «Εραστής από Χαρτόνι».

60. «…Το λαμπερό ζευγάρι της οδού Λυκείου […] εκπέμπει τον ίδιο καιρό απ’ τα κύτταρά του τον έρωτα σαν ραδιενεργά κύματα. Το νιώθουμε να μας έρχονται από κάποιες σκηνές στο “Κυριακάτικο Ξύπνημα” – ιδίως απ’ εκεί που μαλώνουν οι δυο τους για τη βαλίτσα με το εκατομμύριο» γράφει για τον έρωτα Λαμπέτη-Χορν ο Φρέντυ Γερμανός. «Η σκηνή είναι εσωτερική, άρα πρέπει να γυρίστηκε στην Αίγυπτο. Τι ερωτικός καβγάς όμως – μοιάζουν και οι δυο τους έτοιμοι να σκαρφαλώσουν στην κορυφή κάποιας πυραμίδας και να σαλπίσουν την Πέμπτη Συμφωνία του Μπετόβεν. Οι πεθαμένοι Φαραώ θα πρέπει να τους ζήλεψαν εκείνη την ώρα» σημειώνει χαρακτηριστικά στη βιογραφία της Λαμπέτη.

61. Στην αφήγησή της στη Φρίντα Μπιούμπι, η Έλλη Λαμπέτη αξιολογεί τον Δημήτρη Χορν ως τον δεύτερο μεγαλύτερο έρωτα της ζωής της: «Για μένα, μετά από εκείνον τον ανεξήγητο, τον τρανό, τον μεταφυσικό έρωτά μου, ο Χορν ήταν ο πιο μεγάλος. Κι όταν χωρίσαμε και δεν τρωγόμαστε πια, τον αγαπούσα ακόμα περισσότερο». Όλα δείχνουν ότι ο πρώτος στον οποίον αναφέρεται είναι ο Θεόδωρος Σγουρδέλης, ποιητής που ζούσε μόνιμα στο Παρίσι και είχε ερωτευτεί την περίοδο της Κατοχής.

62. Ακόμα και το γνωστότερο από τα μεταγενέστερα ζευγάρια ηθοποιών, εκείνο των Βουγιουκλάκη-Παπαμιχαήλ, θα αναγνωριζόταν περισσότερο ως κινηματογραφικό παρά ως θεατρικό ζευγάρι. Με τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ είχε συμπρωταγωνιστήσει και η Έλλη Λαμπέτη. Αλλά στην τελευταία δεκαετία της θεατρικής της καριέρας. Συγκεκριμένα, στα έργα «Ο Βυσσινόκηπος» (1974), «Φιλουμένα Μαρτουράνο» (1978) και «Ντόλλυ» (1980). Είχαν βρεθεί επίσης σε μία ταινία, στο «Τελευταίο Ψέμα» του Κακογιάννη, όπου ο Παπαμιχαήλ είχε έναν μικρό αλλά χαρακτηριστικό ρόλο.

63. Η Έλλη Λαμπέτη είχε ανεβάσει στο θέατρο Διονύσια (το σημερινό «Δημήτρης Χορν») τα έργα: «Το Θαύμα της Άννυ Σάλιβαν», «Πεγκ, Καρδούλα μου» (1961), «Η Μικρή μας Πόλη», «Ανοιξιάτικο Τραγούδι» (1962), «Ξυπόλητη στο Πάρκο» (1964), «Λεωφορείον ο Πόθος» (1965), «Αγία Ιωάννα», «Μαμζέλ Πέπσυ» (1966), «Θυμήσου τον Σεπτέμβρη» (1967), «Ο Βυσσινόκηπος» (1974) και «Δεσποινίς Μαργαρίτα» (1975).

64. Στο βιβλίο του Γεώργιου Ράλλη «Με Ήσυχη τη Συνείδηση» (Ποταμός, 2002) διαβάζουμε: «Την ταινία αυτή [την “Κάλπικη Λίρα”] την αγαπούσε ιδιαίτερα ο Τάκης (σ.σ.: ο Δημήτρης Χορν). Κατά την περίοδο που ήταν βαριά άρρωστος και κατάκοιτος –λίγο αργότερα πέθανε– όταν τον ρωτούσαν αν ήθελε να ιδεί τηλεόραση, απαντούσε: “Βάλτε μου να ιδώ την κάλπικη λίρα”, ίσως, επειδή ο ρόλος που υποδυόταν σε εκείνη την ταινία ήταν πολύ επιτυχημένος και επιπλέον γιατί συμπρωταγωνιστούσε εκεί η Έλλη Λαμπέτη, για την οποία έτρεφε άλλοτε βαθύτατο και σφοδρό έρωτα».

65. Ακριβώς έναν χρόνο πριν πεθάνει την ακούμε να λέει με ραγισμένη φωνή από μία σωζόμενη μαγνητοταινία: «Αργώ πολύ να πεθάνω και είναι δυσάρεστο, γιατί αλλάζει ο χαρακτήρας μου πολύ γρήγορα. Έχω κοπεί από τους ανθρώπους και από κάθε ενδιαφέρον. Και κυρίως αποκόβομαι από τον εαυτό μου. Νόμιζα πως είχα ταλέντο. Καμάρωνα γι’ αυτό. Λοιπόν, να που πήγε χαμένο. Και τώρα ξέρω πως είχα ταλέντο, αλλά επειδή πήγε χαμένο δεν φταίνε ούτε οι συνθήκες. Κατάλαβα ζώντας ότι πήγε χαμένο γιατί δεν ήταν αρκετό για να ανακαλύψω κι άλλες πικρές αλήθειες. Αν δεν βιαστεί ο Θεός, έγινε η ζωή μου κουραστική. Αναπνέω δύσκολα. Έχω πόνους συνεχώς. Κοιμάμαι μόνο με φάρμακα. Και κυρίως αυτό το απόθεμα της αγάπης που είχα μέσα μου για τους ανθρώπους όλο χάνεται».

66. Εξ αφορμής της πρόωρης είδησης του θανάτου της που κυκλοφόρησε στις αρχές Απριλίου του 1982, ο Αλέκος Σακελλάριος είχε γράψει ένα συγκλονιστικό χρονογράφημα με τίτλο «Κουράγιο, Έλλη»: «Η κακιά είδηση διαψεύστηκε γρήγορα. Η Λαμπέτη ζει. Μέσα όμως στις λίγες ώρες που κυκλοφορούσε τόσο έντονα η πικρή είδηση του θανάτου της, συγκλονίστηκε ολόκληρη η Ελλάδα. Γιατί η Έλλη Λαμπέτη είναι η πρώτη. Η πρώτη, η μεγάλη και η ανεπανάληπτη. Όσοι την έχουν δει –και την έχει δει ολόκληρη η Ελλάδα– τη θαυμάζουν. Όσοι έτυχε να τη γνωρίσουν τη λατρεύουν. Και την αξίζει τη λατρεία όλων μας αυτό το υπέροχο πλάσμα! Πρώτη ήταν πάντοτε. Βεντέτα δεν ήταν ποτέ. Ποτέ και με κανέναν τρόπο δεν ζήτησε την προβολή της. Για το θέατρο δεν είχε αγάπη, πάθος είχε. Πάθος φλογερό και ατελείωτο. Η ζωή έξω από το θέατρο δεν την ενδιέφερε ποτέ. Στο θέατρο ζούσε, για το θέατρο ζούσε και το θέατρο ονειρευόταν, και ξυπνητή και κοιμισμένη. Κι αν πάλεψε –και παλεύει ακόμα– με την αδυσώπητη και σκληρή αρρώστια που τη βρήκε, για το θέατρο παλεύει. Η ζωή της έρχεται σε δεύτερη μοίρα. Το θέατρο έρχεται σε πρώτη. Αλλιώς δεν εξηγείται πώς κατάφερνε να παίζει τόσο βαριά άρρωστη, με πόνους αβάσταχτους, που δεν τους έπαιρναν χαμπάρι οι θεατές που την αποθέωναν κάθε βράδυ. Η Λαμπέτη είναι ένα φαινόμενο συγκλονιστικό. Απέδειξε με τη δύναμη που κρύβει ο άνθρωπος μέσα του μπορεί ν’ αντιμετωπίσει νικηφόρα τα πάντα. Τώρα τελευταία οι γιατροί τη συμβούλευσαν να πάει σ’ ένα μεγάλο αμερικανικό νοσοκομείο. Και πήγε. Λεπτομέρειες για την κατάσταση της υγείας της δεν μάθαμε. Ήρθε όμως προχθές η φριχτή αυτή είδηση που μας αναστάτωσε. Ευτυχώς διαψεύστηκε αμέσως. Ο ηρωικός αυτός μαχητής, η ακατάβλητη Λαμπέτη, δεν παραδόθηκε ακόμα. Πολεμάει. Πολεμάει με τον λυσσαλέο τρόπο που ξέρει αυτή να πολεμάει. Κι εγώ προσωπικά είμαι βέβαιος ότι θα νικήσει και πάλι. Σ’ αυτά τα τελευταία δεκατρία χρόνια πολλές φορές έφτασε σ’ ένα σημείο σαν κι αυτό που έφτασε προχθές. Και πάντα έβγαινε νικήτρια. Γιατί να μη νικήσει και τώρα; Δεν αποκλείεται σήμερα, αυτήν τη στιγμή που διαβάζετε τις γραμμές αυτές, η Έλλη Λαμπέτη να διαβάζει το θεατρικό έργο που σκοπεύει να μας παρουσιάσει. Μακάρι! Κουράγιο, Έλλη… Κουράγιο… Το θέατρο σε έχει τόση ανάγκη όσο το έχεις κι εσύ. Κουράγιο, Έλλη… Σε περιμένουμε…»

67. Μια θεατρική ιδέα που επίσης δεν υλοποιήθηκε ποτέ λόγω του πρόωρου θανάτου της ήταν της τότε υπουργού Πολιτισμού Μελίνας Μερκούρη. Της είχε προτείνει να παίξει και χωρίς τις φωνητικές της χορδές στο Εθνικό Θέατρο το «Περιμένοντας τον Γκοντό» του Μπέκετ.

68. «Φαίνεται πως κάποια μαγικά πλάσματα δίνουν ραντεβού όταν έρχονται στον κόσμο αυτό – η Έλλη Λαμπέτη γεννήθηκε στα 1926, δηλαδή την ίδια ακριβώς χρονιά που θα γεννιόταν η Μέριλυν Μονρόε στην απέναντι ακτή του Ατλαντικού». Μ’ αυτόν τον τρόπο ξεκινάει τη βιογραφία της ο Φρέντυ Γερμανός. Αυτή η χρονολογία γέννησης αναγράφεται και στο μνήμα της, καθώς και στις περισσότερες άλλες βιογραφίες της. Ο Φρίξος Ηλιάδης, όμως, γράφει στο βιβλίο του ότι η Έλλη Λαμπέτη γεννήθηκε το 1924 και ο Χρήστος Σιάφκος σε κείμενό του το 1922. Ο τελευταίος, μάλιστα, υπερασπίζεται ως χρονολογία γέννησης το 1922, υπογραμμίζοντας ότι είναι εσφαλμένο και το 1926, καθώς και το 1930 που έγραφε το τελευταίο της διαβατήριο.

69. Η Έλλη Λαμπέτη απεβίωσε νεότερη από τις γνωστότερες ομότεχνές της. Η Αλίκη Βουγιουκλάκη θα απεβίωνε σε ηλικία 62 ετών, η Τζένη Καρέζη σε ηλικία 61 ετών και η Μελίνα Μερκούρη σε ηλικία 74 ετών. Όλες από καρκίνο όπως η Λαμπέτη. Η Μελίνα κι αυτή σε νοσοκομείο της Νέας Υόρκης.

70. Το σημερινό θέατρο «Γκλόρια» είχε επίσης ονομαστεί μία περίοδο «Λαμπέτη».

71. Ο Μάνος Κατράκης είχε συμπρωταγωνιστήσει με την Έλλη Λαμπέτη το 1977 στη «Φθινοπωρινή Ιστορία» του Αρμπούζοφ.

72. Η Έλλη Λαμπέτη, λίγο πριν πεθάνει, είχε ζητήσει να ταφεί δίπλα στη Μαρίκα Κοτοπούλη. Αυτό, όμως, στάθηκε αδύνατον και λόγω έλλειψης χώρου, αλλά και επειδή η θεατρική της δασκάλα ήταν η μόνη γυναίκα που είχε ταφεί στον χώρο των εξεχόντων ανδρών στο Πρώτο Νεκροταφείο (μετά από πρόταση δημοτικού συμβούλου και με δεδομένο ότι ο σύζυγός της θα έφτιαχνε επί τούτω μαυσωλείο που θα τον κοσμούσε).

73. Ακριβώς δίπλα στην Έλλη Λαμπέτη τάφηκε ο Βασίλης Τσιτσάνης, που απεβίωσε τέσσερις μήνες μετά από αυτήν (στις 18 Ιανουαρίου 1984).

74. Ο Μιχάλης Κακογιάννης απεβίωσε στις 25 Ιουλίου 2011.

75. Η σειρά «Η Τελευταία Παράσταση» προβλήθηκε από τη συχνότητα του «ALPHA» από τις 3 Οκτωβρίου του 2006 μέχρι τις 27 Μαρτίου του 2007 και αποτελείτο από 20 επεισόδια.



Βιβλιογραφία:

· Ακτσόγλου Μπάμπης, «Γιώργος Τζαβέλλας», Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, 1994.

· Γεωργουσόπουλος Κώστας, «Προσωπολατρία», Έκτυπο, 1992.

· Γερμανός Φρέντυ, «Έλλη Λαμπέτη», Κάκτος, 1996.

· Δελαπόρτας Μάκης, «Μεγάλοι Ηθοποιοί του Θεάτρου: Δημήτρης Χορν», ειδική έκδοση για την εφημερίδα «Η Καθημερινή», 2021.

· Ηλιάδης Φρίξος, «Δημήτρης Χορν», Κοχλίας, 2003.

· Ηλιάδης Φρίξος, «Έλλη Λαμπέτη», Κοχλίας, 2005.

· Κακογιάννης Μιχάλης – Κωστόπουλος Νίκος – Στέφωση Μαρία, «Έλλη Λαμπέτη», Ίτανος, 1995.

· Κάρης Τάκης, «Έλλη Λαμπέτη – Δημήτρης Χορν: Μοιραίο Πάθος», περιοδικό «Life&Style», 2006.

· Κολώνιας Μπάμπης (επιμέλεια), «Μιχάλης Κακογιάννης», Καστανιώτης, 1995.

· Κουσουμίδης Μαρίνος, «Λαμπέτη», Κάκτος, 1980.

· Κουσουμίδης Μαρίνος, «Ιστορία του Ελληνικού Κινηματογράφου», Κάκτος, 1981.

· Κουσουμίδης Μαρίνος, «Γυναικοκρατία στο Θέατρο», Γιάννης Β. Βασδέκης, 1984.

· Κωνσταντάρας Δημήτρης, «Γράμματα στον Παράδεισο», Καστανιώτης, 2004.

· Κωνσταντινίδη Μαρία (επιμέλεια), «Μυθικά Πρόσωπα της Σύγχρονης Ελλάδας: Ο μύθος Δημήτρης Χορν», ειδική έκδοση για την εφημερίδα «Δημοκρατία», 2015.

· Μαρμαρά Έλντα (επιμέλεια), «Δημήτρης Χορν», Ίδρυμα Γουλανδρή-Χορν, 1999.

· Μπαγέρης Δημήτρης (επιμέλεια), «Δημήτρης Χορν», Οδός Πανός, 1997.

· Μπακομάρου Όλγα, «Ωσεί Παρόντες: 26 Συνεντεύξεις», Αρμός, 2019.

· Μπιούμπι Φρίντα, «Η Τελευταία Παράσταση: Μια Προσωπική Αφήγηση», Εξάντας, 1983.

· Νιάρχος Θανάσης (επιμέλεια), «Έλληνες Ηθοποιοί της Φθαρτής Αθανασίας», Καστανιώτης, 2006.

· Παπαδόπουλος Λευτέρης, «Ζω από Περιέργεια», Καστανιώτης, 2001.

· Σιάφκος Χρήστος, «Μιχάλης Κακογιάννης: Σε Πρώτο Πλάνο», Ψυχογιός, 2009.

· Σολδάτος Γιάννης, «Ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου», Αιγόκερως, 2004.

· Τζεδάκις Γιώργος (επιμέλεια), «Έλλη Λαμπέτη», «Λέσχη Αθανάτων», εφημερίδα «Ελευθεροτυπία», 2009.

· Τριανταφυλλίδης Ιάσων, «Στο τέλος μιλάει το πανί», Άμμος, 1997.

· Τριανταφυλλίδης Ιάσων, «Γιώργος Τζαβέλλας: Ο διεθνής του σινεμά», Andy’s Publishers, 2014.

· Τριανταφυλλίδης Ιάσων, «Ο Δημήτρης Χορν μιλάει στον Ιάσονα Τριανταφυλλίδη», Andy’s Publishers, 2014.

· Τριανταφυλλίδης Ιάσων, «Ο Μιχάλης Κακογιάννης μιλάει στον Ιάσονα Τριανταφυλλίδη», Andy’s Publishers, 2014.

· Τριανταφυλλίδης Ιάσων, «Ταινίες για φίλημα», Εξάντας, 2000.

· Τριανταφυλλίδης Ιάσων, «Ελληνικός Κινηματογράφος: Οι ηθοποιοί που έγραψαν ιστορία», ειδική έκδοση για την εφημερίδα «Το Βήμα», 2015.

· Τριανταφυλλίδης Ιάσων, «Ελληνικός Κινηματογράφος: Οι ταινίες που έγραψαν ιστορία», ειδική έκδοση για την εφημερίδα «Το Βήμα», 2015.

· Τριανταφυλλίδης Ιάσων, «100 χρόνια Δημήτρης Χορν», έκδοση της «Εφημερίδας των Συντακτών», 2021.

· Φλέσσας Γιάννης, «Κουβεντιάζοντας», Τετράγωνο, 2010.


Τηλεοπτικές και διαδικτυακές εκπομπές:

· «Παρασκήνιο» (ΕΡΤ, 1979)

· «Κείμενα Μεγάλης Εβδομάδος» (ΥΕΝΕΔ, 1979)

· «Πρώτη Σελίδα»: «Θυμάμαι την Έλλη…»: Μέρος 1 (ΕΡΤ, 1984)

· «Πρώτη Σελίδα»: «Θυμάμαι την Έλλη…»: Μέρος 2 (ΕΡΤ, 1984)



· «Ταξίδι στον Πολιτισμό» (Υπουργείο Πολιτισμού, 2008)


· «Καλύτερα Δεν Γίνεται» (ALPHA, 2020)

· «Lifo Podcasts» (Lifo.gr, 2022)



Ηχητικά ντοκουμέντα:

· «Ηχώ και Νάρκισσος» (ΕΡΤ, 1954)

· «Άμλετ» (ΕΡΤ, 1954)

· «Πεγκ, Καρδούλα μου» (ΕΡΤ, 1967)

· «Έλλη Λαμπέτη: Αποσπάσματα θεατρικού λόγου» (Σείριος, 1989)

· «Η Γλυκιά Ίρμα» (EMI, 2005)

· «Έλλη Λαμπέτη» (Lyra, 2008)