Μίμης Πλέσσας



Συνάντηση με τον μύθο της Ελληνικής Μουσικής!

Το να γράψει κανείς ένα προλογικό κείμενο αντιπροσωπευτικό του έργου του Μίμη Πλέσσα είναι παντελώς αδύνατο! Είναι σαν να προσπαθείς να εγκιβωτίσεις την ιστορία μισού αιώνα της ελληνικής μουσικής σε λίγες γραμμές! Τα τραγούδια του είναι μύθος! Κανένας άλλος έλληνας συνθέτης δεν είδε τόσο πολλά τραγούδια του να αγαπιούνται από όλους τους Έλληνες, όλων των ηλικιών! Τα περισσότερα εξ αυτών, σε στίχους του εθνικού μας στιχουργού Λευτέρη Παπαδόπουλου, συνδέθηκαν με τη χρυσή εποχή του ελληνικού κινηματογράφου και τα μιούζικαλ του Γιάννη Δαλιανίδη: «Θα πιω απόψε το Φεγγάρι», «Άνοιξε Πέτρα», «Τόσα Καλοκαίρια», «Καμαρούλα μια Σταλιά» (1968), «Βρέχει Φωτιά στη Στράτα μου», «Το Φεγγάρι Πάνωθέ μου», «Γλυκά πονούσε το Μαχαίρι» (1970), «Τι σου ’κανα και πίνεις;» (1971). Κι επίσης οι «Χάντρες» (1960), η «Πρώτη μας Νύχτα» (1962), το «Ένας Ουρανός μ’ Αστέρια» (1966), το «Έκλαψα Χτες» (1967) και... τόσα άλλα!

Η μουσική του Μίμη Πλέσσα και οι στίχοι του Λευτέρη Παπαδόπουλου δέθηκαν αριστουργηματικά, καταλύοντας το χρόνο! Απλησίαστο παραμένει μέχρι σήμερα το ρεκόρ του «Δρόμου», του δίσκου με τις περισσότερες πωλήσεις στην ιστορία της ελληνικής δισκογραφίας. Mε τραγούδια όπως το «Άγαλμα» το «Πρώτη Φορά», το «Ξημερώνει Κυριακή», το «Έπεφτε Βαθιά Σιωπή», το «Μέθυσ’ απόψε το Κορίτσι μου» και βασικούς ερμηνευτές τον Γιάννη Πουλόπουλο και τη Ρένα Κουμιώτη, o «Δρόμος» κυκλοφόρησε το 1969 και έχει πουλήσει μέχρι σήμερα περισσότερα από 3.800.000 αντίτυπα!

Ο Μίμης Πλέσσας ήταν εκείνος που επέμεινε και εν τέλει καθιέρωσε τη Νάνα Μούσχουρη, πριν εκείνη ταυτιστεί με τον Μάνο Χατζιδάκι και κατακτήσει την υφήλιο. Ήταν ακόμη εκείνος που ουσιαστικά επανεκκίνησε την καριέρα της Μαρινέλλας με το θρυλικό «Άνοιξε Πέτρα» (1968), αλλά και άλλα μεγάλα τραγούδια, όπως το «Άμα δείτε το Φεγγάρι» (1968), το «Αθάνατο Νερό» (1969) και το «Απόψε σε θέλω» (1969), τα οποία ανέδειξαν την έκταση και το εύρος της φωνής της. Αναμφίβολα, όμως, η απόλυτη μούσα του ήταν η Τζένη Βάνου. Με όχημα την ανεπανάληπτη φωνή της, τη μετέτρεψε στην απόλυτη ερμηνεύτρια του “αμαρτωλού” έρωτα: «Αν είναι η Αγάπη Αμαρτία» (1974), «Σε βλέπω στο Ποτήρι μου» (1975), «Σταγόνα, Σταγόνα», «Χίλιες Βραδιές» (1973), «Τώρα» (1964) κ.ά. Κατά γενική ομολογία επίσης, τα ωραιότερα ερωτικά τραγούδια του Γιάννη Πουλόπουλου και του Τόλη Βοσκόπουλου, όπως το «Όλα Δικά σου, Μάτια μου» (1969), το «Ποια Νύχτα σ’ έκλεψε» (1970), το «Ένα Ρολόι Σταματημένο» (1970), το «Δεν με νοιάζει» (1971) κ.ά., φέρουν την υπογραφή του μαγικού διδύμου: Μίμης Πλέσσας – Λευτέρης Παπαδόπουλος! Στο ίδιο δίδυμο οφείλεται, εξάλλου, η απαρχή της καριέρας ενός μύθου του λαϊκού τραγουδιού, του Στράτου Διονυσίου, με το θρυλικό «Βρέχει Φωτιά στη Στράτα μου» (1970).

Και η μυθική πορεία του στο πεντάγραμμο δεν σταματά στην Ελλάδα! Έχει βραβευτεί από δεκάδες διεθνή φεστιβάλ. Στον κατάλογο των διεθνών διακρίσεών του ξεχωρίζει το αριστουργηματικό «Ποιος το ξέρει;» (1959), που βραβεύτηκε δύο φορές: στο Φεστιβάλ Εδιμβούργου και στο Παρίσι από το Θέατρο των Εθνών. Επίσης, πρόσφατα, το «Ένας Ουρανός μ’ Αστέρια» (1966) κατέλαβε τη 32η θέση σε κατάταξη διεθνούς μουσικού περιοδικού για τις 100 ωραιότερες μπαλάντες του 20ού αιώνα! Μέχρι σήμερα, άλλωστε, κλασικά τραγούδια του, όπως το «Αν σ’ αρνηθώ, Αγάπη μου» (1961), εξακολουθούν να γνωρίζουν νέες ηχογραφήσεις και επανεκτελέσεις σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης...

Κι εκείνος; Παραμένει σεμνός και δημιουργικός στην ένατη δεκαετία της ζωής του! Στο μεσοδιάστημα των εμφανίσεών του στο «Lido Music Theatre», μας υποδέχτηκε στο υπέροχο σπίτι του στην Καλλιτεχνούπολη. Ανάμεσα σε εκατοντάδες βραβεία και τιμητικές πλακέτες για το έργο του, ταξιδέψαμε μαζί του στο παρελθόν, στις στιγμές που έγραφε, δίχως να το γνωρίζει, την ιστορία της ελληνικής μουσικής...




Πριν από λίγες μέρες ο Γιάννης Δαλιανίδης “έφυγε” από κοντά μας. Μισό αιώνα περίπου μετά την πρώτη προβολή των ταινιών του στις κινηματογραφικές αίθουσες, αυτές παίζονται επανειλημμένα από τα τηλεοπτικά κανάλια και λατρεύονται από τους Έλληνες! Στην εποχή τους είχαν δεχτεί πικρόχολες κριτικές από τον Τύπο. Η μουσική τους επένδυση, που είχε την υπογραφή σας, είχε πέσει κι αυτή θύμα εκείνων των κριτικών;

Εκείνη κι αν είχε πέσει θύμα! Διότι έφτασε –και όχι μόνο στις ταινίες που είχα κάνει με τον αγαπημένο μου τον Γιάννη, αλλά και σε άλλες ταινίες, όπως με τον Βασίλη Γεωργιάδη, ταινίες οι οποίες πηγαίνανε έξω και παίρνανε διεθνή βραβεία– να έχουν και τον απόηχο της επιτυχίας μας με το Γιάννη, που ενοχλούσε τους επαΐοντες... Και έφτασε κάποιος από αυτούς να πει για τη μουσική στο Χώμα βάφτηκε Κόκκινο (1965), μια ταινία ανάμεσα στις πέντε καλύτερες για το Βραβείο Όσκαρ. Και επαινέθηκε, γιατί τότε δεν υπήρχε ξεχωριστό βραβείο. Ένα χρόνο μετά, όμως, η μουσική μου πήρε το μεγάλο βραβείο στο Carlovy Vary – ήταν ένα φεστιβάλ που δεν είχε “παίξε-γέλασε”. Γι’ αυτήν τη μουσική, υπήρξε άνθρωπος που έγραψε: «Η μουσική του κυρίου Πλέσσα δεν μπόρεσε να ξεφύγει απ’ τα δαλιανίδεια ακούσματα»! Ντρέπομαι που το λέω, ντρέπομαι αν δεν έχει βρει τρόπο να αναθεωρήσει, τουλάχιστον μέσα του. Και χαίρομαι που δεν υπάρχει πια στο χώρο. Ενώ ο Γιάννης θα υπάρχει πάντα, οι ταινίες μας θα υπάρχουν πάντα κι εγώ, όσο ακόμα έχω καιρό, θα μάχομαι για να πάμε παρακάτω με αυτά που, ενδεχομένως, θα βρουν τα εγγόνια μας ύστερα από καμιά τριανταριά χρόνια... Γιατί έτσι συνέβη και με τις ταινίες μας!

Εκείνες οι κριτικές σάς στενοχωρούσαν τότε ή διαβλέπατε πως ο χρόνος θα δικαίωνε τις μελωδίες που συνθέσατε για τα μιούζικαλ του ελληνικού εμπορικού κινηματογράφου;

Δεν είχα αρκετά χρήματα για να αγοράσω τις εφημερίδες και, βέβαια, όταν μου το λέγανε, σκεφτόμουνα πως ο αληθινός κριτής είναι ο χρόνος... Κάθε τόσο έρχεται και ζυγιάζει τα πράγματα που “φύτρωσαν” παραπάνω απ’ το αληθινό τους μπόι. Σε όλες μου τις ταινίες –και είναι 111 (!)–, το μόνο που προσπάθησα ήταν να είμαι συνεπής με αυτό που θα μπορούσε να βοηθήσει τον σκηνοθέτη, την ιστορία του, τον συγγραφέα μου και τους ηθοποιούς μου. Είναι, λοιπόν, απολύτως φυσικό ότι, μέσα σ’ αυτήν την προσπάθεια, η κάθε μου ταινία ήταν τελείως αλλιώτικη. Κι αυτό είναι εκείνο που σήμερα “με σώζει”. Αυτό είναι εκείνο που, όντας μπροστά από την εποχή του, καμιά τριανταριά χρόνια, δεν έγινε αμέσως αποδεκτό. Κι αυτό είναι εκείνο που σήμερα πια μας κάνει να είμαστε με το μέτωπο ψηλά αλλά με τα μάτια χαμηλωμένα. Γιατί μόνο την ώρα που πλησιάζεις τον πήχη, κοιτάζεις να δεις που τον άφησες την τελευταία φορά και λογιάζεις και λες: «Μπορώ να τον ξεπεράσω εγώ ο ίδιος; Αν όχι, ας καθίσω εδώ που είμαι κι ας χρησιμοποιήσω την πείρα μου. Αν ναι, ας δοκιμάσω άλλη μια φορά χρησιμοποιώντας την έμπνευσή μου». Είναι, βλέπεις, μέσα στο DNA του δημιουργού, κάθε φορά που τον “κουτσουράει” η έμπνευση για ένα δευτερόλεπτο, να χρειάζεται τουλάχιστον δυο χρόνια, 24 ώρες την ημέρα δουλειά, για να μπορέσει αυτό το δευτερόλεπτο να το κάνει έργο. Το αν αυτό το έργο αντέξει στο χρόνο, δεν το ξέρει ούτε ο ίδιος...

Σε ηλικία 22 χρόνων διευθύνατε με επιτυχία μεγάλες συμφωνικές ορχήστρες, χωρίς ποτέ να έχετε σπουδάσει σε κάποιο ωδείο! Πώς μπορεί να εξηγηθεί αυτό το θαύμα: ένας άνθρωπος να μεγαλουργεί όντας αυτοδίδακτος σε ένα αντικείμενο;

Αυτό οφείλεται κυρίως στο ότι οι ξένοι σε κρίνουν από αυτό που παρουσιάζεις και όχι από αυτό το οποίο λένε τα διπλώματά σου. Όταν, λοιπόν, το 1962, στο Sopot, έξω από τη Βαρσοβία, κερδίζω το πρώτο βραβείο από ένα διεθνές φεστιβάλ που συμμετέχει και η Αμερική, και η Ρωσία, με το Τι Κρίμα και τη Γιοβάννα... Εκεί με ακούνε οι Ρώσοι κι από εκεί μου ζητάνε να πάω να διευθύνω και την Bolshoi Philarmonia σε μια σειρά από κονσέρτα. Δεν με ρώτησε κανείς: «Σε ποιο ωδείο έχετε πάει, Δημητράκη, γιατί οι άνθρωποι είναι σοβαροί. Και να σου πω και εκ των υστέρων; Τα μεγαλύτερα αριστουργήματα έχουν γραφτεί από ανθρώπους οι οποίοι είναι αυτοδίδακτοι. Μπορεί να διδαχθεί η δεξιοτεχνία, μπορεί να διδαχθεί η αρχιτεκτονική δομή, μπορεί να διδαχθεί το τι δεν πρέπει να κάνεις. Έλα, όμως, που η Τέχνη προχωράει μόνο από αυτούς που έχουν την τόλμη κάνοντας αυτά που δεν πρέπει να δημιουργούν καινούργια Σχολή! Αν μπορείς εσύ να μου πεις αν ο άνθρωπος πρώτα χόρεψε, πρώτα έκραξε, πρώτα ζωγράφισε ή πρώτα τραγούδησε, θα μου λύσεις μια πολύ μεγάλη απορία! Γιατί εγώ ακόμα δεν έχω καταφέρει να το ξέρω!...

Η ανερχόμενη πορεία σας στη Μουσική δεν σας εμπόδισε να διαπρέψετε και στην Επιστήμη λαμβάνοντας το πτυχίο σας στη Χημεία από το Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο και συνεχίζοντας τις σπουδές σας με την ίδια επιτυχία στις ΗΠΑ, όπου φτάσατε μέχρι και το διδακτορικό! Πόσο εύκολο ήταν να συνδυάσετε την έμφυτη λατρεία σας για τις νότες με την επιμέλεια και την πρόοδο στο πανεπιστήμιο; Εκτιμάτε ότι μπορεί και σήμερα ένας φοιτητής να επιτύχει κάτι αντίστοιχο;

Αλίμονο αν ένας σημερινός φοιτητής έχοντας την ευλογία των γονιών του για να μάθει μουσική αν θέλει, τη δυνατότητα να πάει για να βρει σε βιβλιογραφία ή στον κυβερνοχώρο ό,τι γνώση κι ό,τι προχωρημένη αντίληψη θέλει... Φαντάσου ότι εμείς, πέντε-πέντε οι συμφοιτητές, πηγαίναμε εκεί που πετάγανε οι Γερμανοί στην Κατοχή τα μολύβια τους, όταν είχαν γίνει τόσα (σ.σ.: μου δείχνει μισό δάχτυλό του) – γι’ αυτό κι έχω κάλο εδώ που βλέπεις που γράφω... Γιατί γράφαμε φράση-φράση των καθηγητών μας τις παραδόσεις και μαζευόμασταν το βράδυ και τα αποδελτιώναμε. Με αυτόν τον τρόπο, όμως, βγήκαν πολύ σπουδαίοι επιστήμονες. Το τέλος της Επιστήμης και η προσφορά στην Τέχνη του ταλέντου, πες να θεωρηθούν δύο παράλληλοι δρόμοι... Αν και οι παράλληλοι δρόμοι συναντιόνται στο άπειρο! Και δεν έχει καμία διαφορά το να σκέφτεσαι τις πολλαπλές λύσεις μιας δευτεροβαθμίου εξισώσεως από το να βλέπεις ότι με τον ίδιο στίχο μπορείς να γράψεις δύο ή περισσότερα τραγούδια. Σίγουρα, ένα από αυτά, μία από τις λύσεις θα είναι σωστή, ένα από αυτά τα τραγούδια θα έχει τη δυνατότητα να περισσέψει, όταν θα ξαναπεράσει ο χρόνος και θα πει: «Εσύ, μέχρι εδώ, μα το δικό σου μπόι είναι απάνω σε κομματοκρατία, του αλλουνού το μπόι είναι απάνω σε ξυλοπόδαρα», και να ορίσει τα αληθινά μεγέθη...

Τελικά, μεταξύ της Επιστήμης της Χημείας, και της Μουσικής, επιλέξατε τη δεύτερη! Σήμερα, εάν ένας αριστούχος απόφοιτος εγκατέλειπε μια απασχόληση στο αντικείμενο που σπούδασε για να αφιερωθεί στη Μουσική, το πιθανότερο είναι ότι θα αντιμετώπιζε έντονες αντιδράσεις από το οικογενειακό του περιβάλλον. Τι θα λέγατε σε κάποιο νέο που σκέφτεται σήμερα να κάνει μια παρόμοια επιλογή με τη δική σας και, εκτός από την αντίθεση του περιβάλλοντός του, διστάζει λόγω της αβεβαιότητας που αυτή ενέχει για το οικονομικό του μέλλον;

Δεν νομίζω, σήμερα πια... Αν θέλεις, μια ομάδα των “δεινοσαύρων”, εννοώ των ανθρώπων την εποχή εκείνη, δώσαμε τη μεγάλη μας μάχη για να υπάρξει ένας σαφής τρόπος να ξεχωρίζει η δική μας η δημιουργία από την υπόλοιπη παγκόσμια. Τότε ήταν πάρα πολύ δύσκολο να πεις ότι είμαι μουσικός, γιατί εννοούσαν μουζικάντης. Σήμερα δεν είναι αλήθεια αυτό. Και ο τελευταίος ερασιτέχνης να κρατάει έναν τζουρά και να παίζει τρεις νότες, αγαπώντας ένα λαϊκό τραγούδι, είναι μουσικός ή είναι καλλιτέχνης και όχι μουζικάντης. Και τα παιδιά που θέλουν να σπουδάσουν και μπορούν, απ’ την αρχή έχουν την ευχή των γονιών. Και οι γονείς πια δεν ντρέπονται να πουν ότι: «Ξέρεις, το δικό μου το παιδί τέλειωσε τα οικονομικά και έχει κάνει και μεταπτυχιακό, αλλά έχει και μια κιθάρα...». Για να γίνεις καλύτερος άνθρωπος, όταν ασχολείσαι με τη μουσική, δεν χρειάζεται να έχεις ούτε τη δεξιοτεχνία ούτε τη σπουδαιότητα των μεγάλων – αρκεί να ασχολείσαι με τη μουσική!




Πριν από μερικά χρόνια είχατε δηλώσει: «Η μουσική είναι μία, μεγάλη και αδιαίρετη. Όσο προσπαθείς να τη χωρίζεις και να την κατατάσσεις, τόσο μεγαλύτερο λάθος μπορεί να κάνεις». Πολλές φορές, όμως, σας κατατάσσουν στο ελαφρολαϊκό τραγούδι. Με δεδομένο το σύνολο του μουσικού σας έργου και τις διεθνείς διακρίσεις που έχετε κερδίσει, δεν αισθάνεστε ότι αυτή η κατηγοριοποίηση σάς αδικεί πολύ;

Μα κοίταξε, υπάρχουν ορισμένοι άνθρωποι που, προσπαθώντας να είναι διαφορετικοί από την αντίληψη ή από την πίστη ή απ’ την αγάπη του κόσμου, βρίσκουν έναν τρόπο και κάποια στιγμή ένας νεαρότερος Πλέσσας θα έβρισκε την ανεπίτρεπτη δημοσιογράφο, η οποία βρίζει, και θα απαντούσε. Και η δημοσιογράφος θα άρχιζε να λέει: «Αυτά είπα εγώ, αυτά είπε ο Πλέσσας...». Κι ύστερα από λίγο, θα έχει τη μεγάλη χαρά της τελευταίας κουβέντας, που –ακόμα κι αν υπαναχωρεί σε όλα αυτά που είπε– έχει φροντίσει να γίνει γνωστή σαν “προφητιώσα” στου έργου μου την πλάτη.... Έρχεται κάποιος και λέει:
«Ελαφρά και ελαφρολαϊκή».
«Υπάρχει μεγαλύτερη κουβέντα απ’ το να σε πούνε λαϊκό, βρε ηλίθιε;»
Τι είναι ο Λαός; Από πού βγαίνει η Δημοκρατία; Πώς γίνεται η αγορά; Από πού βγαίνουνε οι αληθινές ιδέες; Έτσι, λοιπόν, βεβαίως, είμαι λαϊκός! Και γι’ αυτούς που θέλουνε να βάλουν και το «ελαφρό» μπροστά, θα τονίσω ότι, μόνο στο λαϊκό, κατάφερε το τραγούδι μας Βρέχει Φωτιά στη Στράτα μου (1970) να βρίσκεται δίπλα στη Συννεφιασμένη Κυριακή του ανεπανάληπτου και μέγιστου ημών Τσιτσάνη. Τελεία! Όσο για το ελαφρό, όλα μου τα ελαφρά, σήμερα, είναι στις πρώτες θέσεις των επιτυχιών της Αμερικής, της Ευρώπης, της Ασίας και όχι μόνο... Έτσι, λοιπόν, είμαι ελαφρότατος, γιατί είναι πολύ σοβαρή υπόθεση. Και, βεβαίως, είμαι λαϊκός, γιατί δεν υπάρχει μεγαλύτερη δικαίωση από το να μπορείς να φτάνεις, με έναν τρόπο τόσο άμεσο όσο είναι η μουσική, σε ένα σύνολο τόσο μεγάλο όσο είναι ο Λαός!

Καθαρόαιμα λαϊκά τραγούδια, όπως οι Χάντρες (1960) και το Βρέχει Φωτιά στη Στράτα μου (1970), ήταν αποτέλεσμα τυχαίων συγκυριών ή αποτέλεσε συνειδητή επιλογή σας, εκτός από το ελαφρό τραγούδι, να πειραματιστείτε και με αυτό το είδος;

Όχι, και μάλιστα τόσο όχι, γιατί την πρώτη φορά που πάω να γράψω τις Χάντρες (1960) –που έγιναν από μια διάθεση με τον Πρετεντέρη να πειράξουμε τον Χορν–, όταν βρεθήκαμε στο στούντιο, έπαιζαν δύο κύριοι μπουζούκι (εγώ ήταν η πρώτη φορά που έβλεπα και το μπουζούκι, και που άκουγα τον ήχο του από κοντά), ο ένας ήταν ο Ζαμπέτας... Όταν τελείωσε, επειδή τους έμαθα και την εισαγωγή, ο Ζαμπέτας με πλησίασε και μου είπε: «Είσαι στην πρίζα, καλά πας!». Από τότε κατάλαβα ότι με το μπουζούκι θα πρέπει κανείς να ασχοληθεί ιδιαίτερα. Γι’ αυτό και όλα τα πράγματα που έγραψα χρησιμοποιούν τα μπουζούκια με ένα τελείως διαφορετικό τρόπο από αυτόν που ήταν το πρίμο σεκόντο, όπως το είχαν μέχρι τότε. Αυτό ίσως είναι εκείνο που δίνει το διαφορετικό ηχόχρωμα σ’ αυτά τα τραγούδια που απεκλήθησαν «ελαφρολαϊκά».

Άρα, ήταν τυχαίο δηλαδή ότι, ξεκινώντας απ’ τις Χάντρες (1960), ασχοληθήκατε με το μπουζούκι και το λαϊκό τραγούδι – από μια πλάκα που έγινε στον Χορν. Δεν θα ασχολιόσασταν αλλιώς με το λαϊκό τραγούδι, θα είχατε αφιερωθεί περισσότερο στο ελαφρό...

Την ώρα που υπηρετούσα τον κινηματογράφο και, σιγά-σιγά, από το Μερικοί το προτιμούν Κρύο (1962) φτάσαμε στο Γοργόνες και Μάγκες (1968), είναι απολύτως φυσικό ότι βλέπεις κάθε φορά που χρειάζεται μπουζούκι, μπαίνει... Αλλά μπαίνει με έναν τρόπο άλλοτε για να χαρακτηρίσει ένα αλλιώτικο μεράκι ή μια λαϊκή προσωπικότητα μέσα στην αφήγηση μιας ιστορίας.

Πιεστήκατε ποτέ από τις δισκογραφικές εταιρίες να γράψετε μαζικά τραγούδια παρόμοια με τις Χάντρες (1960);

Όχι, ποτέ! Ή, τουλάχιστον, εγώ δεν θα δεχόμουν αυτήν την καταπίεση! Γιατί, μετά τον Δρόμο (1969), έκανα το Ωροσκόπιο της Αγάπης (1970) και μετά έκανα τις Μέρες του Καλοκαιριού (1970) και μετά έκανα το Θάλασσα, Πικροθάλασσα (1973). Καμία σχέση το ένα με το άλλο! Γιατί πίστευα ότι είναι λιγάκι “ευκαιριατζίδικο” το να πιάνεις μια επιτυχία και να κοπιάρεις δυο-τρεις φορές το ίδιο πράγμα. Κάτι τέτοιο δεν θα βρεις σ’ εμένα! Και δεν θα το βρεις ενσυνείδητα! Γιατί πίστευα ότι η Τέχνη είναι μίμηση, αλλά καλό είναι να μη μιμείσαι τον εαυτό σου!




Από τα τραγούδια του Λευτέρη Παπαδόπουλου που έγιναν επιτυχίες, τα περισσότερα σε αριθμό είναι σε δική σας μουσική. Κι όμως, ο Πρόεδρος (σ.σ.: παρατσούκλι που συνοδεύει τον εθνικό μας στιχουργό!) εξομολογήθηκε για την πρώτη σας συνεργασία, στο τραγούδι Μην του μιλάτε του Παιδιού, το 1967, ότι δεν την επιθυμούσε αφού, ως “επαναστατημένο νιάτο”, σας θεωρούσε εκπρόσωπο του ελαφρού τραγουδιού – συμπληρώνοντας, βέβαια, ότι η τότε εκτίμησή του ήταν “μέγα λάθος”! Εσείς φανταζόσασταν την επιτυχία και την αντοχή στο χρόνο των τραγουδιών που κάνατε μαζί; Δεν υπάρχει, σήμερα, κέντρο διασκέδασης που να μην ακούγονται...

Εάν οποιοσδήποτε από εμάς μπορούσε να φανταστεί, να προδικάσει την επιτυχία ενός τραγουδιού του, το επάγγελμά μας θα ήταν το πιο ανιαρό του κόσμου! Και σε βεβαιώ δεν είναι! Όσο για τον Λευτέρη, η μεγάλη μου ανταπόδοση το ότι δεν με πήγαινε καθόλου, ήταν όταν κάποια στιγμή τον ανάγκασα να με πάρει στο τηλέφωνο και να μου πει: «Ρε Μήτσο, γράφω κι εγώ ελαφρά τραγούδια!». Γιατί, από την μια μεριά γίνονταν επιτυχίες αυτά που κάναμε μαζί, αλλά από την άλλη μεριά εγώ έκανα μεγάλες επιτυχίες με τον Δάκη, με τα νέα παιδιά της εποχής. Μου λέει, λοιπόν:
«Ρε Μήτσο, μπορώ να γράψω κι εγώ ελαφρά!»
«Γράψε, ρε Λευτέρη! Να κάνουμε ένα!»
Και με παίρνει και μου διαβάζει τον εξής στίχο:
«Σαράντα τόνοι σίδερο και έξι τόνοι ατσάλι κάνανε την καρδούλα μου...» (γέλια)
Λέω:
«Καλά, άσ’ το, δεν είναι αυτός ο ελαφρός! Θα ’ρθει η στιγμή που θα γράψουμε και ελαφρά!»
Και γράψαμε!

Ο Δρόμος (1969) είναι ο δίσκος με τις περισσότερες πωλήσεις στην ιστορία της ελληνικής δισκογραφίας! Πώς μπορεί κανείς να εξηγήσει το αντιφατικό φαινόμενο τα τραγούδια του δίσκου αυτού να έχουν περάσει στο υποσυνείδητο των Ελλήνων, ενώ οι στίχοι του Λευτέρη Παπαδόπουλου –με εξαίρεση το Ξημερώνει Κυριακή και τη Φραγκόκκλησα– δεν έχουν ρεφρέν, όπως, για παράδειγμα, το θρυλικό Άγαλμα;

Μα εκείνη την εποχή που δεν με πήγαινε ο Λευτέρης, τα είχε δοκιμάσει αυτά τα τραγούδια και σε άλλους συνθέτες, αγαπημένους του. Κι εγώ τα βρήκα σκόρπια πάνω στο γραφείο του και του λέω:
«Να τα πάρω αυτά;»
«Τι να τα κάνεις, ρε Μήτσο μού λέει!
Τα μάζεψα και την επόμενη μέρα, νομίζω, τον πήρα στο τηλέφωνο και του είπα:
«Έλα να ακούσεις!»
Και τα ακούσαμε, τα άκουσε, πήγαμε μαζί στον Πατσιφά (σ.σ.: τον Αλέκο Πατσιφά, ιδρυτή της δισκογραφικής εταιρίας Lyra) και του τα παίξαμε. Και το μόνο που είχε ρεφρέν, το Ξημερώνει Κυριακή, είπε ο Πατσιφάς:
«Αυτό, όμως, να το βγάλουμε».
Και τότε εγώ του είπα:
«Αλέκο μου, δεν πειράζει...»
Γιατί, εγώ δεν είχα ποτέ συμβόλαιο με καμία εταιρία.
«Άσε, θα σ’ το στείλω ηχογραφημένο από αλλού...»
Ευτυχώς, το κατάλαβε... Γιατί το Ξημερώνει Κυριακή αφορά ακριβώς αυτή που έμεινε κρυμμένη στο Κουτί της Πανδώρας, που είναι η ελπίδα. Και είναι μια ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο. Δεν είναι ξημερώνει Κυριακή ενώ τα έχουμε πιει σε ένα σκυλάδικο την προηγούμενη...

Θεωρώ το δίδυμο εσάς με τον Λευτέρη Παπαδόπουλο, το σημαντικότερο δίδυμο δημιουργών που είχε η Ελλάδα τον 20ό αιώνα μαζί με το δίδυμο Μάνος Χατζιδάκις – Νίκος Γκάτσος...

Μεγάλο κομπλιμέντο μού κάνεις...

Είναι τα δίδυμα που είχαν το μαγικό ραβδάκι να κάνουνε τις συγκλονιστικές επιτυχίες και τα μεγάλα τραγούδια...

Ναι, γιατί και ο Μάνος ήταν ένας άνθρωπος του οποίου η κουλτούρα ήταν άπειρη. Ο ίδιος κάθε φορά που του δινόταν η ευκαιρία έκανε την μεγάλη αλλαγή, όπως κι εγώ, για να πάει παρακάτω. Στο μόνο που διαφέραμε: Εγώ δεν θα πω ότι δεν είναι δικό μου ή δεν με αφορά ή δεν με αντιπροσωπεύει το Φσστ! Μπόινγκ! (1963)...

Ενώ ο Χατζιδάκις το είχε πει για τα τραγούδια του ελληνικού κινηματογράφου...

Ναι... Μέσα σε αυτά τα οποία δεν ήθελε να ακούσει, μιας και ο ίδιος είχε προχωρήσει... Κι εγώ κάποια στιγμή έχω προχωρήσει τόσο, ώστε αυτήν τη στιγμή από τη Γη του Πυρός μέχρι την Ιαπωνία να υπάρχει το ορατόριό μου, με τον Δημήτρη Μπρούχο, που αναφέρεται στον Απόστολο Παύλο. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι θα πω ότι το Αν είναι η Αγάπη Αμαρτία (1974)...

Το αποκηρύσσεις...

Όχι! Δεν μπορείς να αποκηρύξεις ένα από τα "παιδιά" σου! Ιδίως σε εμάς, που είμαστε και “γεννητάρηδες”, δεν θα αρκούσαν τα "ορφανοτροφεία"!

Στη δεκαετία του 1960, ο ελληνικός κινηματογράφος και τα τραγούδια σας που τον “έντυσαν”, έδωσαν χαρά σε μια γενιά που έβγαινε τραυματισμένη από τον Εμφύλιο και αντιμετώπιζε την υπανάπτυξη και τη φτώχεια. Σήμερα, που η οικονομική κρίση δυσχεραίνει την καθημερινότητα μας, πιστεύετε ότι μπορούμε πάλι να βρούμε στιγμές ξεγνοιασιάς στη μουσική και τον κινηματογράφο;

Καλά θα κάνουμε να βρούμε στιγμές ψυχαγωγίας, δηλαδή να άγουμε την ψυχή με τα δικά μας ποιήματα αλλά ούτε εφησυχασμό ούτε σκέδαση του πνεύματος. Γιατί πρέπει να τα ’χουμε τετρακόσια, αν θέλουμε, ενθυμούμενοι ότι είμαστε Έλληνες, να σεβαστούμε ο ένας τον άλλον και να περάσουμε παρακάτω.

Στο Α΄ Φεστιβάλ Ελαφρού Τραγουδιού του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας, το 1959, είχατε κερδίσει το δεύτερο βραβείο με το τραγούδι Αστέρι, Αστεράκι, ενώ το πρώτο απονεμήθηκε στον Μάνο Χατζιδάκι για το τραγούδι του Κάπου υπάρχει η Αγάπη μου. Στη δεκαετία του 1960 υπήρχε ανταγωνισμός μεταξύ των τραγουδιών σας για το airplay του ραδιοφώνου;

Μέγας! Γιατί τότε πια ο Μάνος είχε πολύ καλές σχέσεις με τις εξουσίες της εποχής εκείνης: Τον λάτρευε η Βλάχου, τον λάτρευε ο Σπυρομήλιος, που ήταν στο ραδιόφωνο, τον λάτρευε ο Καραμανλής, που ήταν στην κυβέρνηση... Και όταν είχες αυτό το τρίδυμο, μπορούσες ανά πάσα στιγμή να πεις: «Με στενοχωρεί ο τάδε ή δεν με παίζουν αρκετά». Και αφήνεις τους άλλους να κάνουνε πράγματα τα οποία, αν τα ήξερε ο Μάνος, δεν θα τα δεχότανε. Γιατί ο Μάνος ήταν άρχοντας!

Εκείνος εκτιμούσε τις δικές σας συνθέσεις;

Το μόνο που έχω να σου πω είναι όταν έκανα στο Φεστιβάλ Αθηνών τον Ορφέα και την Ευρυδίκη (σ.σ.: μοντέρνα όπερα του 1985, σε λιμπρέτο του Κώστα Κινδύνη) και με είδε μια μέρα στενοχωρημένο...
– «Γιατί είσαι κατσούφης;»
Του λέω:
«Τρέχω από εταιρία σε εταιρία, όλες τις έχω ευεργετήσει με την εμπορική μου δουλειά κι αυτήν τη στιγμή που κάνω “κάτι παραπάνω”, δεν το παίρνει καμία...»
«Και στενοχωριέσαι; Υπάρχει ο Σείριος (σ.σ.: δισκογραφική εταιρεία που είχε μόλις ιδρύσει ο Μάνος Χατζιδάκις)
Και μου έφερε μιαν εκπληκτική ηχογράφηση και όχι μόνον... Βρήκε τις εφημερίδες, βρήκε τους καλλιτέχνες που έτυχε να το έχουν δει αυτό και έκανε ένα πράγμα που δεν θα το έκανε καμία εταιρεία – και δεν θα το έκανα και μόνος μου, γιατί δεν μπορούσα! Αυτός ήταν ο Μάνος!

Ίσως, τελικά, θα έπρεπε να λέμε «ο Μάνος κι ο Μίμης», όχι ο «Μάνος κι ο Μίκης (Θεοδωράκης)»...

Ξέρεις ότι οι ηλικίες μας είναι από έξι μήνες διαφορά ο καθένας; Νομίζω ότι εγώ είμαι έξι μήνες μεγαλύτερος από τον Μίκη και, ενδεχομένως, μπορεί να είναι ενδιάμεσος ο Μάνος. Πάντως, αυτά τα τρία «Μ» των “δεινοσαύρων” ήταν πάρα πολύ φίλοι και συνίδρυσαν πολύ σημαντικά πράγματα γι’ αυτόν τον χώρο, όπως ήταν η Ένωση Δημιουργών, το Α΄ Φεστιβάλ Ελληνικής Ραδιοφωνίας, το επόμενο Φεστιβάλ κ.ά.




Η Νάνα Μούσχουρη είναι “πλεσσόπουλο”, αφού πρώτος εσείς διακρίνατε το εξαιρετικό ταλέντο του «στρουμπουλού κοριτσιού με την ποδιά», όπως χαρακτηριστικά αναφέρετε στην αυτοβιογραφία σας! Θα λέγατε πως έχετε μια πικρία που η φωνή της αφιερώθηκε τελικά στα τραγούδια του Μάνου Χατζιδάκι και συνδέθηκε με το δικό του όνομα;

Όχι, βέβαια! Για όνομα του Θεού! Μα όταν εγώ διακρίνω κάτι και το βοηθάω “να φτιάξει τα φτερά του” και λέω –με το «α» που θα κάνει–: «Εσύ θα κάνεις διεθνή καριέρα», «εσύ θα είσαι η μεγαλύτερη φωνή που πέρασε τα τελευταία χρόνια» (εννοώντας πια τη Βάνου), «εσύ θα μπορέσεις να κάνεις ευρωπαϊκή καριέρα» (εννοώντας την Κουρούκλη). Με τη Γιοβάννα: «Εσύ θα κάνεις πνευματική καριέρα», διότι είχε και άλλες ανησυχίες... Όταν φτάσουν και ξεχνούν, ενδεχομένως, ένα κομμάτι από τις δυσκολίες, από τον τρόπο με τον οποίο τελικά το αναθεωρούν, με δικαιώνει! Όταν ήρθε εδώ η... Νούλη (έτσι τη λέω τη Νανά, απ’ το Νανούλη!), είπε στο μικρόφωνο, όταν την τίμησαν, ότι: «Στον Μάνο Χατζιδάκι οφείλω το ότι έγινα διεθνής στο εξωτερικό και ακολούθησα αυτήν την καριέρα, αλλά αυτός που μου έμαθε να τραγουδάω είναι ο Μίμης ο Πλέσσας». Με σεμνότητα, επί έξι χρόνια, προσπαθούσα να πείσω τον ελληνισμό να ακούει τη φωνή της Μούσχουρη! Και λέγανε: «Κόψτε αυτήν τη γάτα!».




Αναμφίβολα, όμως, η απόλυτη μούσα σας ήταν η Τζένη Βάνου...

Ναι, γιατί δεν υπήρχε όριο στη φωνή της...

Δεν είναι, πράγματι, κρίμα που «η Barbara Streisand της Ελλάδος», όπως την έχετε χαρακτηρίσει, δεν έκανε στο εξωτερικό την καριέρα που της άξιζε; Εσείς την είχατε παροτρύνει να επιδιώξει συνεργασίες και εμφανίσεις στην Ευρώπη και στην Αμερική;

Όχι μόνο, αλλά την είχα πάρει μαζί μου και βρεθήκαμε μαζί στο μεγαλύτερο στούντιο στο Lake Tahoe. Το Lake Tahoe είναι μια παλιά λίμνη ινδιάνικη κι εκεί ήταν το πανεπιστήμιο μου παλιά και ένα από τα μεγαλύτερα στούντιο, όπου περνάνε οι πιο σπουδαίοι άνθρωποι της Τέχνης – φαντάσου ότι στα αφεντικά του ήταν ο Φρανκ Σινάτρα. Εκεί, λοιπόν, μας φώναξαν να μη φύγουμε αμέσως για πίσω, αλλά να πάμε στην Capitol να κάνουμε ηχογράφηση και η Τζενούλα είπε: «Όχι, εγώ πρέπει να γυρίσω με τον...», τον τότε αγαπημένο της!

Αν το ήθελε η Τζένη Βάνου, συνεπώς, θα έκανε μια μεγάλη καριέρα στο εξωτερικό...

Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία γι’ αυτό!




Στην παράσταση Μαρινέλλα: Το Μιούζικαλ, η Μεγάλη Κυρία του Ελληνικού Τραγουδιού ανέφερε από σκηνής: «Ευχαριστώ τους φίλους μου Μίμη Πλέσσα και Λευτέρη Παπαδόπουλο που μου χάρισαν την πιο πολύτιμη “Πέτρα” που έχω αποκτήσει!». Μιλήστε μου για τη συνεργασία μαζί της κι αυτό το συγκλονιστικό τραγούδι, το Άνοιξε Πέτρα (1968)...

Η Μαρινέλλα επρόκειτο να τραγουδήσει σε μια ταινία μας με το Γιάννη (σ.σ.: τον Γιάννη Δαλιανίδη, στην ταινία Γοργόνες και Μάγκες), που έχει γράψει στίχους ο Λευτέρης. Κι εγώ γράφω ένα τραγούδι, το οποίο, κατά τη γνώμη μου, είναι εκείνο που θα απογειώσει δυτικότερα τη Μαρινέλλα. Γιατί ήδη, από τα πρώτα κιόλας τραγούδια μας, έχω ξεχωρίσει τη δυνατότητα του να κάνει η ίδια, μόνη της, καριέρα – όσο μεγάλη θέλει!

Εννοείται μακριά από τον Στέλιο Καζαντζίδη, ως σόλο τραγουδίστρια...

Ναι, ως σόλο τραγουδίστρια. Να σηκωθεί από καθήμενη και να διαφεντεύσει τη σκηνή. Το παίζω και βλέπω τον Γιάννη μου να “συννεφιάζει”... Κάθε φορά που “συννέφιαζε”, κατέβαινε η μύτη του και ανέβαινε το σαγόνι του, σαν να παθαίνει ψιττακίαση! Και μου λέει:
«Βρε, Μιμάκο μου...»
«Ξέρω σε ποιον μιλάω...»
«Εγώ θέλω να μου κάνεις ένα τραγούδι που δεν έχει ξαναγίνει...»
Εν τω μεταξύ, η Μαρινέλλα δεν το έχει ακούσει. Ξέροντας τι μπορεί να κάνει η Μαρινέλλα, παίρνω τους στίχους του Λευτέρη, γράφω την Πέτρα – το ξεχνάω το άλλο. Με το άλλο έκανε διεθνή καριέρα η νεαρή Λέανδρος!

Θέλετε να μου πείτε ποιο είναι το άλλο;

Το Πας, αλλού πετάς και πίσω δεν γυρνάς! Το οποίο έχει φτάσει να είναι μέχρι στα ιαπωνικά!

Αυτό θα έλεγε δηλαδή η Μαρινέλλα, αν το δεχόταν ο Γιάννης Δαλιανίδης...

Βεβαίως! Ευτυχώς που είπε αυτό ο Γιάννης! Ευτυχώς που η Μαρινέλλα τόλμησε να το ηχογραφήσει, παρά το γεγονός ότι την άλλη μέρα θα έπρεπε να πάει να αφαιρέσει έναν κάλο απ’ τις χορδές!

Η Μαρινέλλα δεν είχε ακούσει το άλλο τραγούδι, δηλαδή...

Όχι! Εγώ, δε, γιατί είχα φτάσει στο άλλο τραγούδι; Γιατί ήξερα ότι τη στιγμή που θα πει και ένα τέτοιο, θα κάνει τη μεγαλύτερή της επιτυχία. Και είχα δίκιο! Γιατί αυτό συνέβη με το Απόψε σε θέλω, έναν χρόνο μετά!




Πρόσφατα, εξομολογηθήκατε (σ.σ.: στο booklet της κασετίνας Το Αλφαβητάρι της Ζωής – που μου υπέγραψε με αυτόν τον τρόπο) ότι όταν σας ζητήθηκε πρώτη φορά από τον Γιάννη Δαλιανίδη να γράψετε τραγούδια για τον Τόλη Βοσκόπουλο, είχατε διστάσει, επηρεασμένος από την τότε στενή δισκογραφική συνεργασία σας με τον Γιάννη Πουλόπουλο. Υπήρχε ανταγωνισμός μεταξύ αυτών των δύο μεγάλων τραγουδιστών;

Υπήρχαν οι “πουλοπουλικοί” και οι “βοσκοπουλικοί”. Βεβαίως, και οι μεν, και οι δε είχανε τελείως δίκιο! Γιατί υπήρχε ένας διαφορετικός τρόπος, ένα αλλιώτικο πάθος και ένας διαφορετικός χαρακτήρας. Τουλάχιστον στο δικό μου ρεπερτόριο, ο μεν Πουλόπουλος, έχει σχεδόν το 80% της δικής του καριέρας. Του Βοσκόπουλου τού έγραψα 10 τραγούδια και μου έκανε 13 επιτυχίες! Το σπάνιο, λοιπόν, πράγμα είναι ότι έκανε μεγάλες επιτυχίες και με τα τραγούδια τα οποία δεν είχε πει ο ίδιος αλλά η συμπρωταγωνίστρια στο μιούζικαλ (σ.σ.: αναφέρεται στη Ζωή Λάσκαρη, συμπρωταγωνίστρια του Τόλη Βοσκόπουλου στα θεατρικά μιούζικαλ του Γιάννη Δαλιανίδη Μαριχουάνα, Stop (1970) και Οι Εραστές του Ονείρου (1972), όπου έγραψε μουσική).

Αν σήμερα σας έβαζε κάποιος στον πειρασμό να τους συγκρίνετε, τι θα λέγατε;

Δεν θα το έκανα! Γιατί, αν πάμε σε ένα μεγάλο καλάθι με υπέροχα φρούτα, εσύ αγαπάς τα πορτοκάλια, άλλος αγαπάει τα μήλα κι εγώ δεν κάνει να φάω κανένα από τα δύο!




Αληθεύει ότι ανακαλύψατε τον Στράτο Διονυσίου, όταν ήταν σχετικά άσημος, σε ένα μαγαζί δεύτερης διαλογής, πριν του εμπιστευτείτε το –θρυλικό πλέον– Βρέχει Φωτιά στη Στράτα μου (1970);

Κοίταξε, δεν είναι σωστό να ορίζω εγώ το μαγαζί, γιατί το μαγαζί ήταν γεμάτο! Με πήγε ο Λευτέρης Παπαδόπουλος, για να δω πως λειτουργεί ένα λαϊκό  μαγαζί. Γιατί, γράφοντας ένα θεατρικό το πρωί, ένα δίσκο το μεσημέρι και μια ταινία το βράδυ, δεν είχα καιρό να πηγαίνω στα μαγαζιά. Έτσι, πήγαμε σε ένα μαγαζί που λεγόταν Σου Μου. Το είχε μια λαοφιλέστατη καλλιτέχνις, η Ανθούλα Αλιφραγκή. Εκεί με στριμώξανε σε μια γωνιά. Γιατί τον Λευτέρη τον Παπαδόπουλο τον ξέρανε, αφού πήγαινε συνέχεια. Εμένα με βάλανε εκεί που περνούσαν όλοι και με έσπρωχναν! Ερχόταν ο λαχειοπώλης, η “λουλουδού” κ.ά.! Κι έπρεπε να κόψεις “με σουγιά” τον καπνό, γιατί τότε καπνίζαν όλοι. Ήτανε κι ένα μέρος της μαγκιάς το να καπνίζεις, γι’ αυτό και τόσα πράγματα γραμμένα για το τσιγάρο! Κι εκεί, σε μια καρέκλα, κάθεται ένα πανέμορφο νέο παιδί, που κρατάει μια κιθάρα, και τον ακούω να τραγουδάει ένα πολύ ωραίο τραγούδι του Αντώνη Ρεπάνη, το Όταν Πίνεις στην Ταβέρνα, αν δεν κάνω λάθος! Μου ’κανε πάρα πολύ εντύπωση και η φωνή του, και η σεμνότητά του. Κι όταν μετά από μια εβδομάδα, μού ζητάει ο Φώσκολος να του γράψω ένα τραγούδι για την Ορατότητα Μηδέν (1970), για να κάψει ο Κούρκουλος τα ρούχα του σαν αντιεξουσιαστική πράξη, θυμάμαι τη φωνή του παιδιού και παρακαλώ τον Λευτέρη να πάει να τον βρει και να μου τον φέρει. Κι είναι η πρώτη φορά που, σ’ αυτήν την ταινία, έχω γράψει μοντέρνα συμφωνική μουσική, μια ώρα και δέκα λεπτά, και περιμένω πια να βγουν οι εφημερίδες και να πουν επιτέλους ότι «ναι, ο Πλέσσας είναι και του κινηματογράφου». Και βγαίνει η ταινία και διαβάζω στις κριτικές κι ακούω όλον τον κόσμο να μιλάει για το συγκλονιστικό τραγούδι που ακούγεται –γιατί δεν ξέρουν καν ποιος το λέει– την ώρα που καίγονται τα ρούχα του Κούρκουλου...

Ήταν η πρώτη εμφάνιση του Στράτου Διονυσίου στη δισκογραφία;

Όχι, είχε συμβόλαιο με την Columbia και είχε ήδη κάνει κάποιες ηχογραφήσεις, αλλά το Βρέχει Φωτιά στη Στράτα μου (1970), από τη μια στιγμή στην άλλη, του έδωσε αυτήν την ώθηση...

Εσείς φανταζόσασταν ότι θα εξελιχθεί σε αυτόν τον θρύλο του λαϊκού τραγουδιού, οιονεί ισοδύναμο με τον Καζαντζίδη;

Όχι, βέβαια! Αλλά, από την άλλη μεριά, όταν χρειάστηκε να τον βοηθήσω, το έκανα με τον “πλεσσαίικο” τρόπο! Δηλαδή, έφτασα να πάρω άδεια για μπω στις φυλακές, να φτιάξω το κελί του γύρω-γύρω με κουβέρτες και να του ηχογραφήσω το δίσκο Πάλι μαζί μας, για να κυκλοφορήσει ύστερα (το 1976), αφού είχε εκτίσει μια ποινή για την οποία είμαι σίγουρος ότι δεν ευθυνόταν. Ο Κώστας Βίρβος, ένας πολύ μεγάλος λαϊκός στιχουργός, όταν άκουσε τη συνεργασία μου με τον Στράτο, μου έδωσε 12 τραγούδια και κάναμε έναν ακόμα δίσκο, Τα 12 του Στράτου (1974). Τα 12 του Στράτου και το Πάλι μαζί μας ήταν σε δύο εταιρίες οι οποίες... “τρώγονταν”! Κι ο Στράτος, για να βρεθεί με κάποια χρήματα, αναγκάζεται να αλλάξει εταιρία. Και για να μη βοηθήσει η μία εταιρία την άλλη, αποσύρει η μία τον έναν δίσκο και η άλλη τον άλλον. Φαντάσου! Κάποια στιγμή, όμως, αυτές οι δύο εταιρείες συγχωνεύονται, τις αγοράζει μια τρίτη. Και πηγαίνω μια ημέρα σε ένα μαγαζί και βλέπω ένα μεγάλο δίσκο που έχει και Τα 12 του Στράτου και το Πάλι μαζί μας! Και βάζω και τον ακούω κι είναι τα τραγούδια... συγκλονιστικά! Και είναι όλα ειπωμένα με την αλήθεια του Στράτου!

Αυτό, πάντως, είναι απίστευτο με εσάς! Ανακαλύψατε τον Διονυσίου, τη Μούσχουρη, τη Βάνου... Τους μεγαλύτερους έλληνες τραγουδιστές όλων των εποχών! Μαγικό “μάτι”! Ή, μάλλον, μαγικό “αυτί”...

Έχω την εντύπωση ότι ένα από τα βασικά καθήκοντα του οποιοδήποτε δημιουργού είναι, όταν βλέπει ένα ταλέντο, να το αξιοποιεί ανεξάρτητα από το αν ύστερα από λίγο μπορεί να το δει στην “αγκαλιά” ενός άλλου συνθέτη ή να το “χάνει” και να το βλέπει να “πετάει” ψηλά και να μην αναγνωρίζει αυτόν που του ’δωσε τα “φτερά”. Έχει, όμως, καμία σημασία αυτό, όταν, σήμερα, εάν πεις Στράτος Διονυσίου, θέλοντας και μη, θα πεις Βρέχει Φωτιά στη Στράτα μου; Θυμάμαι όταν πήγα μαζί του στη Γιορτή των Αστέρων στη Θεσσαλονίκη, όπου είχε στείλει ο καλός μου ο Στράτος το “μπουζούκι” του να με πάρει και να με πάει στο “θέατρο” – το “θέατρο” ήταν το Καυτανζόγλειο, 80.000 άνθρωποι! Και κάποια στιγμή τον ακούω να μουρμουράει:
«Αχ, πατέρα», «πατέρα» με έλεγε, «τι κάνει ένα τραγούδι!»

«Γιατί το λες, βρε Στράτο μου;»
«Δεν βλέπετε; Από όπου περνάμε υπάρχει γραμμένα με κεφαλαία: “Ζήτω ο Στράτος
«Ζήτω ο Στρατός» έλεγε, όμως, γιατί ήταν Χούντα!

Υπάρχει κάποιος έλληνας τραγουδιστής που θα θέλατε να είχατε συνεργαστεί ή να είχε ερμηνεύσει περισσότερα τραγούδια σας, αλλά αυτό να μην έγινε λόγω συγκυριών; Για παράδειγμα, η μαγική φωνή του Γιάννη Πάριου, στη δεκαετία του 1970, έμοιαζε ιδανική για τα δικά σας ερωτικά τραγούδια, αλλά κανένας δίσκος του δεν κυκλοφόρησε με αποκλειστικά δικές σας συνθέσεις...
 

Για εμένα, μου φτάνει το ότι ο Γιάννης ξεχωρίζει το Με τα Χείλη σου Ανασαίνω (1972)! Το θεωρεί το καλύτερό του τραγούδι, το αγαπημένο του, το σημαδιακό του! Δεν έχεις παρά να τον ρωτήσεις! Εμένα μου φτάνει αυτό! Από την άλλη μεριά, όταν άρχισε να παίρνει έναν, της μόδας, ανήφορο ή κατήφορο, εμπορικότητας ή ποιότητας, κάποιος πολύ στενός φίλος επιφανούς στελέχους της Minos ρώτησε τον τελευταίο:
«Στην εταιρία σας δεν είναι ο Γιάννης Πάριος; Φίλος σου δεν είναι ο Μίμης Πλέσσας; Ο ένας είναι ο ερωτικότερος τραγουδιστής, ο άλλος είναι ο ερωτικότερος συνθέτης. Δεν τους βάζεις να κάνουνε έναν δίσκο;»
Και απήντησε:
«Κι αν μας γράψει άλλο ένα “Θα πιω Απόψε το Φεγγάρι” (1968); Και τώρα που δεν φθείρεται το υλικό, κρατήσει άλλα 40 χρόνια; Εμείς θα πρέπει να κλείσουμε την εταιρία!»
Κι αυτό είναι πολύ σκληρό και πολύ δικαιολογημένο, γιατί μια εταιρία έχει σκοπό το κέρδος...

Τα περισσότερα τραγούδια που ερμήνευσε η Ρένα Βλαχοπούλου για τις ανάγκες των κινηματογραφικών μιούζικαλ είναι δικά σας: Έχω Στενάχωρη Καρδιά και Σαν Ξημερώνει Κυριακή (1962), Γλυκιά Ζωή (1963), Γελά Γαλάζιος ο Ουρανός και Η Αθήνα τη Νύχτα (1964), Φεύγουν τα Χρόνια (1965), Θέλω Πολύ (1969) κ.ά. Όλοι οι σκηνοθέτες μιλούν για τον αυτοσχεδιαστικό της οίστρο! Σας εξέπληττε κι εσάς με αυτοσχεδιασμούς στην ερμηνεία των τραγουδιών ή είχε έναν επαγγελματισμό από την προηγούμενη θητεία της ως τραγουδίστρια της jazz;

Βασιζόμουν στον αυτοσχεδιασμό της! Δεν με εξέπληττε, γιατί μπορούσα να ξέρω τι είναι αυτό που μπορεί να κάνει με τη μεγαλύτερη ευκολία, με τη μεγαλύτερη άνεση. Γι’ αυτό και δεν προλάβαινε να μπει στο στούντιο, να της παίξω, να καταλάβει τι θέλω, να ξέρω τι θέλει, να το τραγουδήσει και να φύγει! Μάλιστα, μου έλεγε πάντοτε:
«Έλα, Τζαντιώτη...»
Κερκυραία η Ρένα και ο πατέρας μου από τη Ζάκυνθο!
«...Πες το μου, ψυχή μου, να το πω για να φύγω κι έχω και δουλειές!»
Και, πραγματικά, έτσι γινόταν! Όλα αυτά τα αριστουργήματα... Κατ’ αρχάς, τα περισσότερα τραγούδια της είναι μπελκάντο. Το Γελά Γαλάζιος ο Ουρανός (1964), το Γλυκιά Ζωή (1963) είναι οπερετικά τραγούδια. Είναι σαν κι αυτό το μπελκάντο που θα άκουγε κανείς, αν έμενε στην Κέρκυρα ή στη Ζάκυνθο ή στην Κεφαλλονιά την εποχή που οι μεγάλοι της όπερας πήγαιναν πρώτα στα Ιόνια Νησιά και μετά πήγαιναν στη Θεσσαλονίκη, και μετά έρχονταν στην Αθήνα.




Σε μεγάλες θεατρικές επιτυχίες, όπως τα Χτυποκάρδια στο Θρανίο (1962), αλλά και κινηματογραφικές, όπως η Ψεύτρα (1963), ερμήνευσε τραγούδια σας η αξέχαστη Αλίκη – τραγούδια που οι νεότερες γενιές έχουμε την τύχη να απολαμβάνουμε, αφού καταγράφηκαν δισκογραφικά. Τι θυμάστε από τη συνεργασία σας με τη γυναίκα που κέρδισε τον τίτλο της εθνικής σταρ; 

Είναι βέβαιο ότι θα μπορούσε να κάνει ό,τι καριέρα διάλεγε. Γιατί ήταν ένα κορίτσι γεννημένο για να ξεπερνάει αυτό που διαλέγει και να το φτάνει σε αυτό που μπορούσε. Κι αυτό που μπορούσε ήταν το όνειρο κάθε ελληνικής οικογένειας! Σ’ εμένα, η Αλίκη, ποτέ, μα ποτέ, δεν φάνηκε να δυσκολεύεται, όσο δύσκολο και να ήταν αυτό που της ζητούσα. Γιατί εφόσον με τον Χατζιδάκι είχε πει τέτοια πανέμορφα πράγματα, ήθελα εγώ να τη στείλω κάπου αλλού. Κι αυτό το έκανα στην Ψεύτρα (1963) με ένα τραγούδι, το Όσα Τραγούδια ξέρω θα τα πω. Αυτό έχει έναν παράξενο, δύσκολο ρυθμό. Μια φορά το άκουσε, την επόμενη το είπε! Ήταν ένα γεννημένο ταλέντο!

Γράψατε μουσική για τις θεατρικές παραστάσεις του Δημήτρη Χορν από το 1959 μέχρι το 1964. Απότοκος της συνεργασίας σας το αριστουργηματικό και βραβευμένο Ποιος το ξέρει, αλλά και οι all time ξεσηκωτικές Χάντρες. Μιλήστε μου γι’ αυτήν τη συνεργασία με τον μύθο του ελληνικού θεάτρου και κινηματογράφου.

Η συνεργασία μου ήταν πάνω από συγκλονιστική, γιατί επί πέντε χρόνια το θεωρούσε απολύτως φυσικό ότι ο Μίμης θα γράψει τη μουσική. Και ήταν τόσο αλλιώτικα αυτά που γράψαμε, αλλά και τόσο συγκλονιστικά για τη θεατρική μου ωρίμαση... Ξεχωρίζω, απ’ τη συνεργασία μας, τον Θωμά τον Δίψυχο του Άγγελου Τερζάκη (σ.σ.: θεατρικό έργο που ανέβηκε το 1961 στο θέατρο Κεντρικόν, με πρωταγωνιστή τον Δημήτρη Χορν), όπου έγραψα μια μουσική που δεν νομίζω ότι θα μπορούσα να ξαναγράψω!

Σε ελάχιστες περιπτώσεις οι συνθέσεις σας συνδυάστηκαν με δικά σας λόγια. Η στιχουργική ήταν κάτι που δεν σας γοήτευε ιδιαίτερα ποτέ ή απλώς θεωρούσατε ότι έπρεπε να εμπιστευτείτε τα λόγια των τραγουδιών στους έμπειρους στιχουργούς;

Άσ’ τον τον στιχουργό Πλέσσα! Ντρεπόμουν και μέχρι πρότινος έβαζα το όνομα της αδελφής μου: Λουκία Πλέσσα! Της λέω: «Άσε με, σε παρακαλώ, να το βάζω το όνομά σου... Ντρέπομαι να λέω ότι γράφω στίχους!». Δεν με γοήτευε η ασθένεια των ισπανών βασιλιάδων... Γιατί παντρευόντουσαν αδελφο-ξάδελφα και βγαίναν με μακριά μύτη, με μακρύ αυτί ή με σαλεμένο μυαλό! Γιατί; Όταν μπορείς να υπάρχει η υπέροχη “μπασταρδοσύνη” του στίχου και του μουσικού, να είναι δύο διαφορετικοί πόλοι, αντί να είναι ο ίδιος.

Το σύνηθες ήταν να μελοποιείτε έτοιμους στίχους...

Ναι!

...ή οι στιχουργοί να γράφουν λόγια πάνω στα μουσικά σας μοτίβα;

Όχι, όχι! Ποτέ! Και να σου πω και την κρυφή μου αλήθεια; Κάποια στιγμή που δεν με ικανοποιούσε αυτό που πρωτόγραφα, με τον ίδιο στίχο έκανα και δύο, και τρεις απόπειρες, διαφορετικές τελείως, και τελικά καταλάβαινα ποια είναι η καλύτερη!

Εκτός από τον Λευτέρη Παπαδόπουλο, μεγάλες επιτυχίες σας υπογράφουν στιχουργικά ο θεατρικός συγγραφέας Κώστας Πρετεντέρης (Οι Χάντρες και Ποιος το ξέρει (1960), Η Πρώτη μας Νύχτα (1962), Σήμερα (1963) κ.ά.), ο Ηλίας Λυμπερόπουλος (Χίλιες Βραδιές και Σταγόνα, Σταγόνα (1973), Αν είναι η Αγάπη Αμαρτία (1974), Σε βλέπω στο Ποτήρι μου (1975) κ.ά.) και ο Άκος Δασκαλόπουλος (Έκλαψα Χτες (1967), Αθάνατο Νερό και Ζωγραφισμένα στο Χαρτί (1969) κ.ά.). Μιλήστε μας γι’ αυτούς τους τρεις συνεργάτες σας που οι νεότεροι δεν γνωρίσαμε, αλλά έχουμε αγαπήσει τους στίχους που έγραψαν για τις μελωδίες σας.

Ο Κώστας Πρετεντέρης είναι ο μεγάλος ανανεωτής του θεάτρου και, βεβαίως, στο ραδιόφωνο, με τα Καθημερινά του Καθημερινού, που έγραφε για τον Χορν, έδειξε ακριβώς τι μπορεί να είναι ο καινούργιος τρόπος συγγραφής. Μαζί με τον Γιαλαμά, έκανε σημαντική αλλαγή στην επιθεώρηση.
Η εποχή της συνεργασίας μου με τον Ηλία Λυμπερόπουλο είναι μια εποχή που ήθελε να ανοίξει αλλού τα φτερά του ο Λευτέρης Παπαδόπουλος. Υπήρχε μια παύση. Εγώ ήμουν ανά πάσα στιγμή έτοιμος να δεχτώ μια καινούργια συνεργασία. Και κάθε τόσο, μάλιστα, μας το ζητούσαν απ’ έξω. Μας βοήθησε η τύχη και, με τη θεία φωνή της Τζένης Βάνου, αυτό το ρεπερτόριο είναι τώρα στις πρώτες θέσεις των επιτυχιών στην Αμερική και στην Ολλανδία!
Ο Άκος Δασκαλόπουλος είναι ο πρώτος ο οποίος ήρθε στο σπίτι μου και μου είπε: «Δεν έχετε το δικαίωμα, αφού μπορείτε να γράφετε τόσο όμορφα τραγούδια, να μη βοηθάτε κι εμάς τους νέους!». Και μου αφήνει το Έκλαψα Χτες (1967). Εκείνο ήταν το πρώτο μας! Με τον Άκο έχουμε γράψει πάνω από 54 τραγούδια και πάρα πολλά είναι γνωστά – απλώς δεν είναι γνωστό ότι είναι του Άκου και δικά μου!
Σε αυτήν τη λίστα των στιχουργών θα προσέθετα και έναν μεγάλο ποιητή που λέγεται Δημήτρης Χριστοδούλου. Με τον Δημήτρη Χριστοδούλου έγραψα το Για μια Σταγόνα Αλάτι (1973) και τις Γειτονιές του Κόσμου. Με τον Δημήτρη Χριστοδούλου έχω κάνει κι ένα συγκλονιστικό θέατρο. Θα συμπλήρωνα ακόμα έναν θεσσαλονικιό στιχουργό, τον Δημήτρη Μπρούχο.
Στον καθέναν από αυτούς, αλλά και σε πολλούς άλλους με τους οποίους έχω κάνει λιγότερη δουλειά, οφείλω ότι υπήρχε μια τέτοια διαφορά στα τραγούδια τους, από το ένα στο άλλο. Να σου πω 10 ζεϊμπέκικά μου κι αν βρεις να μοιάζει το ένα με το άλλο, να ’ρθεις και να μου πεις: «Λες ψέματα!». Και ψέματα στη δουλειά μου δεν έχω πει ποτέ! Δεν θέλω να τους ξεχωρίσω όλους αυτούς. Όλοι αυτοί, με το λόγο τους, με τη μαγεία τους, με την ιδιαιτερότητά τους ως χαρακτήρες, μου έδωσαν τη δυνατότητα να τους “απλώσω” στο δικό μου πεντάγραμμο με το σεβασμό που όφειλα στο ταλέντο τους.

Θα ήθελα να μου πείτε τη γνώμη σας για δύο σημαντικούς συναδέρφους σας, μουσικοσυνθέτες, με τους οποίους είχατε συνεργαστεί και στο παρελθόν: τον Γιάννη Σπανό και τον Γιώργο Χατζηνάσιο.

Ο Γιάννης Σπανός είναι πολύ μεγαλύτερος απ’ όσο αυτήν τη στιγμή τον γνωρίζουν και τον αντιμετωπίζουν. Δεν έχει αποτιμηθεί ακόμα. Είναι ο άνθρωπος που μπορεί να γράψει ευρωπαϊκή μουσική, ελληνική μουσική, λαϊκή μουσική – και με αδιανόητη ποικιλία και βάθος στο έργο του! Απλώς, ο ίδιος, ως προσωπικότητα, είναι σαν τον Κώστα Γιαννίδη ή Γιάννη Κωνσταντινίδη, που ήταν διεθνώς μεγάλος και μπορούσε να γράψει ένα λαϊκό τραγούδι που δεν φαντάζεται κανείς ότι το έχει γράψει εκείνος!
Ο Γιώργος Χατζηνάσιος έχει κάτι παραπάνω από όλους εμάς, έχει σπουδάσει μουσική, πολύ μουσική. Έχει κάνει στη Γαλλία σπουδές. Γι’ αυτό και οι πρώτες του μεγάλες επιτυχίες θυμίζουν ευρωπαϊκή μουσική. Το αστείο είναι ότι όταν έρχεται στην Αθήνα, τον χρησιμοποιώ εγώ για πρώτη φορά, μαζί με τη Μαρινέλλα, στο Stork. Γράφουμε το Απόψε σε θέλω (1969) και έχει έρθει ο Γιώργος, ο οποίος παίζει πλήκτρα. Και κάποια στιγμή πάω εγώ στον Φίνο (σ.σ.: τον Φιλοποίμενα Φίνο, παραγωγό κινηματογραφικών ταινιών και ιδρυτή της Finos Film) και λέω: «Μη χρησιμοποιήσεις εμένα. Άσε, πάρε αυτόν τον άνθρωπο που ξέρει και μπορεί να γράψει πολύ καλά!». Είναι σίγουρο ότι ήξερα τι μπορεί να κάνει, γι’ αυτό, με όλη μου την καρδιά, τον συνέστησα στον Φίνο.

Στην αυτοβιογραφία σας αναφέρετε ότι από τις ακροάσεις σας είχε περάσει ο αξέχαστος Μάνος Λοϊζος, που τόσο γρήγορα έφυγε από κοντά μας (σ.σ.: απεβίωσε σε ηλικία μόλις 45 ετών)! Θέλετε να μας περιγράψετε εκείνη την πρώτη σας συνάντηση; 

Ήρθε με την κιθάρα του στο καμαράκι, το 2 Χ 3. Εκείνος το ανέφερε σε ένα φεστιβάλ που με παρουσίασε μπροστά στον Ιονέσκο και είπε ότι: «Οφείλω την ύπαρξή μου στον Μίμη τον Πλέσσα, διότι είχα πάει, με άκουσε, μου έδωσε κουράγιο!». Δεν θυμάμαι κάτι άλλο από την πρώτη μας συνάντηση... Είδα, όμως, το πάθος που είχε το παιδί αυτό! Και εκείνος θυμόταν και κάτι άλλο: Μια μέρα βρέθηκα στο στούντιο. Το στούντιο τότε της Emi και της Columbia είχε δύο αίθουσες ηχογραφήσεων. Και έγραφαν οι μεν από εδώ, οι άλλοι από εκεί. Μπαίνω και βλέπω ότι ένα μελαχρινό, πανέμορφο παιδί προσπαθεί να γράψει μια πολύ ωραία μελωδία και κάτι δεν του βγαίνει... Και με την αμεσότητα που έχω εγώ με τους νέους, λέω: «Μου επιτρέπεις να κάτσω εδώ στο πιάνο;». Και κάθομαι στο πιάνο, με την πείρα, θέλεις, με την αγάπη για τους νέους, φαίνεται ότι του έδωσα τη λύση! Θυμάμαι ότι εκείνη την εποχή έκανε με τον Γιάννη Νεγρεπόντη τα Νέγρικα (1975).




Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «University Press» τον Δεκέμβριο του 2010: